Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
“Μας αξίζει ένα τέλος, που να μην πονάει”, μου στέλνεις στις 3 το πρωί και κλείνω τα μάτια πιο σφιχτά, σαν να προσπαθώ να σβήσω την εικόνα σου από μπροστά μου.
Σαν να προσπαθώ να σβήσω κάθε σημάδι σου.
Τι κι αν δεν κοιμάσαι στο πλάι μου εδώ και μήνες.
Τι κι αν η μυρωδιά σου έχει αρχίσει να φεύγει από το μαξιλάρι μου.
Τα σημάδια σου είναι εδώ.
Πάνω μου, μέσα μου, γύρω μου.
Κι εσύ, μου ζητάς στις 3 το πρωί, ένα τέλος να μην πονάει.
Δεν υπάρχει τέτοιο τέλος για εμάς τους δυο κορίτσι μου.
Δεν υπάρχει καμία τέτοια επιλογή για εσένα και εμένα.
Εμείς κορίτσι μου, έχουμε μόνο έναν δρόμο. Αυτόν που χαράξαμε χωρίς διεξόδους και χωρίς επιστροφές.
Έναν δρόμο μοναχικό.
Πνιγμένο στο αλκόολ και στον καπνό.
Τόσο που να μουδιάζει το μυαλό και να μην θυμάται.
Τόσο που να ξεγελιέται το κορμί και να σπαταλιέται από δω κι από εκεί, ψάχνοντας μια αντικατάσταση, μια φτηνή δικαιολογία.
Μην μου ζητάς ένα τέλος που να μην πονάει, γιατί εμείς, είμαστε από εκείνους τους καταραμένους που το μαζί είναι “άβυσσος” και το χώρια είναι “κόλαση”.
Δεν έχω τρόπο να μην πονάμε. Δεν έχω τρόπο να μην θυμάσαι, δεν έχω τρόπο να μην νιώθω.
Την μόνη επιλογή που έχουμε είναι αν θα χαθούμε στην άβυσσο ή αν θα καούμε στην κόλαση.