Γράφει η Πράξια Αρέστη
Έτσι αρχίζουν και τελειώνουν οι ανθρώπινες σχέσεις, με τα τυπικά. Δύο ξένοι που τελειώνουν ως ξένοι. Όταν δεν έχεις τίποτα άλλο πια να πεις, να προσπαθήσεις, να περιμένεις, να πάρεις ή να δώσεις, σου απομένουν οι τυπικές καλημέρες και τα “είμαι καλά”, αυτό το ψέμα που λες σε όλο τον κόσμο.
Λες είμαι καλά για να κλείσεις την αλήθεια στο κλουβί της μην δραπετεύσει ακόμη μια φορά και σε κάνει εκείνο το χαζό θύμα που ήσουν όταν ανοίχτηκες σε άνθρωπο. Για να κρύψεις την απογοήτευση. Γιατί δε θες ούτε να τσακώνεσαι πια. Κουράστηκες.
Νοιάζεσαι ποτέ δεν σταματάς να νοιάζεσαι όμως μια μέρα ξυπνάς και λες τι γυρεύω εγώ μέσα στη ζωή του άλλου; Δεν ανήκω πια εδώ, ίσως και να μην άνηκα ποτέ. Εκείνο το άτομο που πρώτο ήθελες να πεις καλημέρα, να πεις τα νέα σου, να χαζολογήσεις δεν υπάρχει στον χάρτη του μυαλού σου πια.
Χάσατε το δρόμο σας, τη ροή σας, την ευκολία, την χαρά και την ανακούφιση του να μοιράζεστε λόγια, σκέψεις, όνειρα, ανησυχίες, νεύρα, χαρά και λύπη σε ένα κόσμο τόσο σκληρό και ανούσιο. Ξαφνικά δεν έχετε τίποτα να πείτε. Βλέπεις το βλέμμα του να σε αποφεύγει, βλέπεις το σώμα του να σε αποφεύγει, βλέπεις τα τείχη να κτίζονται και νιώθεις τα τόξα να σου τρυπούν την καρδιά κάθε φορά που προσπαθείς να τα περάσεις για να φτάσεις κοντά του.
Και ίσως πριν ο έρωτας να μη σε άφηνε να δεις ότι ήσουν πάντα μόνη. Ίσως ωραιοποίησες τα πράγματα και έφτιαξες για τον εαυτό σου ένα φίλο, ένα εραστή, έναν έρωτα για να μπορείς να αντέξεις. Για να μην τρελαθεί το μυαλό σου.
Ίσως πάλι δυο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί με διαφορετικές ανάγκες να είναι καταδικασμένοι να γίνουν πάλι ξένοι όσο κι αν το προσπαθήσουν. Ίσως η ανθρώπινη μοίρα να το χει να ερχόμαστε ξένοι και να φεύγουμε ξένοι, ακόμη κι αν μένουμε στο ίδιο σπίτι ή ερωτευμένοι και σε χωριστά.