Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Είναι ατσάλινες οι ράβδοι της φυλακής, μα η ελευθερία, ήλιος κι ουρανός του εμείς.
Μια που θα την επιθυμήσεις κι αμέσως αυτή ζεματάει όλα τα όρια, τα σύνορα, τους φραγμούς για να γεννηθεί.
Πυρακτωμένα ατσάλια, λάμπουν φωτιά κι απόσταση κι ας είναι όλα τόσο κοντά. Απειλητικά κι απλησίαστα. Μα όσο στέκομαι, τόσο θεριεύουν τα χρώματα. Τόσο κυρτώνει η ακαμψία τους.
Κι αν σηκωθώ και κάνω βήμα, τι; Θα καώ ή θα καούν; Θα λιώσω ή θα λιώσουν;
Δύσκολη η ελευθερία· δεν έχει όρους. Σε κάθε άνθρωπο και άλλες οι απαιτήσεις για να αποκτηθεί. Και πότε την απέκτησες τελικά;
Όταν, περιμένοντας ακίνητος, το ατσάλι έγινε φλεγόμενη λίμνη;
Όταν τελικά έκανες το βήμα και δεν κάηκες;
Όταν βγήκες έξω;
Όταν στη φυλακή σου ένιωσες οικεία;
Όταν η φυλακή σου έπαψε να υπάρχει γιατί την ονόμασες συμβιβασμό;
Ή όταν ξέχασες πια πως κάποτε, ένα δώμα βαμμένο με τα χέρια σου, με υγρασία στους τοίχους από τον ιδρώτα σου, με αποτυπώματά σου να καλύπτουν την κάθε σπιθαμή του ήταν η φυλακή σου;
Όταν την αποκτήσω, όταν τη νιώσω, θα σου πω τι απ’όλα ήταν. Προς το παρόν θα συνεχίσεις, είδωλό μου, να είσαι φυλακισμένο στην απορία σου.