Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Δώσε μου ένα λόγο να μείνω.
Νιώσε με, καταρρέω πιά δεν το βλέπεις;
Ήρθες τότε, ένα ξερό, ανιαρό Καλοκαίρι πριν χρόνια θυμάσαι;
Μπήκες σαν σίφουνας στην ζωή μου και τα σάρωσες όλα, τα σιγουράκια μου εξαφανίστηκαν τα κουτάκια μου έγιναν υλικό ανακύκλωσης της προηγούμενης ζωής μου.
Εξαιτίας σου η ζωή μου χωρίστηκε στη μέση στο πριν μου και στο μετά σου.
Και γω ξαναγνώρισα τον εαυτό μου, τον γέννησα ξανά με πόνο από τις ως τότε πληγές μου, αλλά με αγάπη και πίστη σε σένα πού ήρθες για να με παρηγορήσεις που γεννήθηκα να μου βρεις αιτία και λόγο να ξημερώνω εδώ, μαζί σου, πλάι σου.
Πίστεψα τελικά ότι μπορούν ακόμη κι οι καταραμένοι θες από τον αγώνα άγριας επιβίωσης που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ενθουσιασμούς θες και από μια κακή μοίρα ή συγκυρία να αγαπήσουν και να αγαπηθούν πολύ στην ζωή. Όσο πολύ αντέχουν ή χρειάζονται.
Να λιώσουν στο πολύ θέλω τους, να αφεθούν χωρίς δίχτυ προστασίας στο ξέχειλο έχω και νιώθω τους.
Έγινες το ιδανικό μου, το λιμάνι πού ονειρευόμουν αλλά νόμιζα για πολλά χρόνια ότι δεν δικαιούμαι. Το δυνατό για πάντα μου!
Αλλά οι καιροί πέρασαν και μεις οι ιδανικοί αφεθήκαμε να συνηθίσουμε, χαθήκαμε σε ένα αδυσώπητο πήγαινε-έλα χωρίς νόημα πραγματικό για αυτό που κάποτε μας ένωσε σαν δύναμη που τείνει στο άπειρο.. Δημιουργήσαμε μία καθημερινότητα τέρας στο όνομα μιας τακτοποιημένης τάχα μου ζωής που μας τραβάει χωρίς αντίσταση στην άβυσσο μίας θανατικής καταδίκης, όπου δεν προλαβαίνουμε ούτε να σταθούμε να δούμε την συνθηκολόγηση μας σ’ αυτή, που την εκτελούμε αμίλητοι ή ανταλλάσσοντας κοινοτυπίες σχεδόν ρομποτοειδώς καθημερινά, επιτρέποντας να γίνουμε ο ένας το δεδομένο στου αλλού το ατέρμονο αδιέξοδο…
Και με πιάνω κάτι στιγμές και αναρωτιέμαι, πώς γίναμε έτσι εσύ και εγώ μου λες;
Γιατί μας αφήσαμε, γιατί η σφιχτή αγκαλιά ακόμη και κείνη η άηχη που τόσο συχνά κάναμε και κούμπωνε τα πάντα έγινε πλάτη με πλάτη με τα μυαλά μας να τρέχουν αλλού και τα κορμιά παρόντα αλλά άτονα, σαν άψυχα κουφάρια που δεν θέλουν τίποτε άλλο εκτός από το να περάσει όπως-όπως άλλη μία μέρα;
Τον τελευταίο καιρό άρχισα να σκέφτομαι πολύ, ίσως μόνο αυτό να έμεινε ζωντανό μέσα μου, ίσως μπούχτισα πάλι από συμβιβασμό και συγκατάβαση. Ξαγρυπνώ και χάνομαι στις σκέψεις μου κυρίως τα βράδια στη γωνιά της ερημιάς του κρεβατιού που μοιραζόμαστε …
Προσπάθησα να σου πω ότι δεν πάμε καλά, προσπάθησα να σε βάλω να σταθείς μπροστά μου, να βουλιάξεις στα μάτια μου όπως έκανες κάποτε αχόρταγα θέλοντας να φτάσεις ως τα βάθη της ψυχής μου, προσπάθησα να βρούμε χρόνο μακριά από πρέπει που δεν αναβάλλονται για να γίνουμε και οι δύο μας παρόντες στη στιγμή μας.
Ξανά και από την αρχή…
Να μην καταδικαστούμε στη συγκατοίκηση λόγω συνθηκών χωρίς αγάπη και ανάγκη για σμίξιμο μαζί…
Θα ήθελα να δω κάτι έξω από τα συνηθισμένα μας από σένα.
Θα ήθελα μια κίνηση, μια κουβέντα, έστω μία παραδοχή ότι νιώθεις και εσύ πώς πρέπει κάτι να κάνουμε επιτέλους χωρίς το επιμελές κουκούλωμα της κατάστασης στο όνομα άλλης μιας κουραστικής μέρας.
Θα ήθελα να σε κοιτάξω στα μάτια και να μην αποφύγεις και πάλι το βλέμμα μου. Θα ήθελα να νιώσω ξανά δίπλα μου, κολλητά μου, το κορμί και την ανάσα σου τις νύχτες ακόμη και τις πιο κουραστικές μου. Ίσως κυρίως αυτές…
Δείξε μου πως δεν είναι ζητιανιά η αγκαλιά, πως δεν χρειάζεται να ζητάω παρακλητικά το κάποτε αυτονόητο.
Μην μ’ αφήνεις άλλο να βουλιάζω σε έναν αργό προμελετημένο θάνατο με ριπές από ατελείωτες σιωπές που τσιρίζουν αποχή και απουσία.
Μην μ’ αφήνεις να δοκιμάζομαι συνεχώς, να προσπαθώ να μαντέψω τι θες για να νιώσεις ξανά παρών δίπλα μου.
Αχ και τι δεν θά ‘δινα γαμώτο, να δω ξανά εκείνο το βλέμμα σου …
Εκείνο που φώναζε “εσύ εδώ τώρα για μένα τα πάντα”.
Όχι από εγωισμό.
Από απελπισία να κρατηθώ από κάπου.
Να πιστέψω ότι ακόμη αξίζει.
Ότι η πόρτα από την φωλιά που κάποτε φτιάξαμε μαζί είναι φτηνή ψεύτρα που με καλεί καιρό τώρα να την κλείσω με δύναμη πίσω μου και να φύγω…
Πες μου ότι δεν είναι όλα πια μάταια.
Δείξε μου κάτι, αντέδρασε πανάθεμά σε.
Θύμωσε, προ(σ)κάλεσε με έστω!
Δεν αντέχω άλλη απαξιωτική αδιαφορία με άδειο βλέμμα και συγκαταβατικό νεύμα με μας τους δυο θεατές σε μία παράσταση που ούτε μεις δεν θέλουμε να βλέπουμε.
Μην κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να με διώξεις για να μου χρεώσεις μετά και την αποχώρηση!
Απομάκρυνε το βλέμμα μου από την έξοδο, τράβηξε με από την παραδοχή της ήττας μου, κράτησε με χωρίς να μου εξηγήσεις, δεν χρειάζεται, να νιώσω το χέρι σου να με κρατάει μόνο θέλω
Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα λόγο να μείνω…