Γράφει η Κωνσταντίνα Σταμπουλή
Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, έρχονται στο νου μου εικόνες, μικρά flash backs, που όσο περνώ από το ένα στο άλλο, διαπιστώνω πόσο άλλαξα… Αλλαγές χρήσιμες, που θωράκισαν την καρδιά μου και τα συναισθήματά μου, ακόνισαν την αντίληψή μου.
Τη θυμάμαι εκείνη την κοπέλα, που ήταν η ψυχή της παρέας, που έπαιρνε ζωή απ’το να βλέπει τους γύρω της να διασκεδάζουν, να γελούν και να έχουν λίγες στιγμές χαράς, εξαιτίας της. Το θυμάμαι εκείνο το κορίτσι, μέσα στο σχολικό, να φωνάζει δυνατά «καλημέρα» και να πειράζει τα αγουροξυπνημένα παιδιά.
Θυμάμαι τις γκριμάτσες του προσώπου της και την ανάγκη της να δημιουργήσει μια εύθυμη ατμόσφαιρα, λίγο πριν καθίσει στο θρανίο, που τόσο πολύ αγαπούσε.
Τη θυμάμαι εκείνη την φοιτήτρια στις διακοπές της, που τραγουδούσε απ’τη γαλαρία το soundtrack του Τιτανικού κι έβλεπε τους τουρίστες ν’ αναπαριστούν την διάσημη σκηνή με τον Τζακ και την Ρόουζ, εκεί, στην άκρη του κρουαζιερόπλοιου.
Θυμάμαι τα δάκρυά της, όταν το αγόρι που επιθυμούσε, της εξομολογήθηκε ότι η αγαπημένη της φίλη κοιμήθηκε μαζί του και του μιλούσε άσχημα για εκείνη.
Και δεν την πείραξαν καθόλου όσα άκουσε, αλλά την διέλυσε που η φίλη της δεν της είπε ποτέ κάτι. Τη διέλυσε, όταν άκουσε από το στόμα, της μέχρι τότε καλής της φίλης, ότι τα έκανε όλα γιατί την ζήλευε! Πώς γίνεται να ζηλεύεις τη φίλη σου; Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει η μία από την άλλη. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα.
Στην πορεία κατάλαβα σε τι υπερτερούσα. Τι ήταν αυτό που έκανε έναν άνθρωπο να θάψει αμέτρητες ωραίες στιγμές, για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Να ξεχάσει, να διαγράψει από τα πιο απλά, μέχρι τα πιο βαθιά, τα πιο σημαντικά, που μας ένωναν για πολλά χρόνια…
Τελικά, εκείνη η κοπέλα που θυμάμαι, είχε κάτι που η άλλη δεν είχε: Ήταν αληθινή! Δεν φοβήθηκε ποτέ της να δείξει ποια είναι, τι της αρέσει και τι όχι. Δεν την ένοιαξε να προσποιηθεί κάτι άλλο ή να κρύψει κάποιο σημείο του χαρακτήρα της, για να αρέσει λιγάκι παραπάνω. Όχι επειδή είχε την ψευδαίσθηση ότι ήταν τέλεια, αλλά, επειδή ήθελε κοντά της μόνο εκείνους που θα την αγαπούν και θα κλείνουν στην αγκαλιά τους, μαζί με τα καλά και τα κακά κομμάτια της.
Γιατί, ήθελε να «αγκαλιάζουν» εκείνη ολόκληρη κι όχι εκείνη μισή ή εκείνη ψεύτικα τελειοποιημένη. Και ίσως αυτό να είναι το μόνο πράγμα, που ο χρόνος δεν άλλαξε, δεν αλλοίωσε στο πέρασμά του απ’ τον εαυτό της…
Σ’ επόμενο flash back, βλέπω το πάρτι των δακρύων. Ήταν χωρισμένη πια, κι εκεί είδε φίλους και φίλες ν’ απομακρύνονται, σαν τα μυρμήγκια, που μπαίνουν σε σειρά και προχωρούν ομαδικά. Εκείνο ήταν το καλύτερο ξεσκαρτάρισμα της ζωής της. Κατάλαβε, ποιοι είναι οι πραγματικοί φίλοι.
Ποτέ ξανά δεν γύρισε στους άλλους. Ο κλοιός είχε στενέψει, όμως, ήταν πιο καθαρός από ποτέ. Από εκείνους τους λίγους πήρε τόση αγάπη, τόση δύναμη κι άλλη τόση αποδοχή, όση δεν κατάφεραν να της δώσουν οι πολλοί, οι άπειροι, αυτοί οι άδειοι. Και δεν υπήρχε για εκείνη, μεγαλύτερο μάθημα ζωής από αυτό.
Η ζωή όμως, δεν τελειώνει μ’ έναν χωρισμό. Ούτε με ένα μόνο μάθημα μεγάλο. Κι αν τα χρόνια περνούν, κι αν τ’ αλλάξαμε ή μας άλλαξαν όλα, πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα μας προδίδουν, επειδή δεν μπορούν να αισθανθούν την αγάπη, δεν μπορούν να την πάρουν ούτε και να τη δώσουν.
Η σημαντική διαφορά είναι ότι πλέον δεν έχεις άλλα δάκρυα για δαύτους, δεν έχεις άλλο χρόνο να πονάς. Έχεις μονάχα χώρο για τους λίγους, εκείνους τους σπάνιους, τους ωραίους, τους αληθινούς.
Το χαμόγελό σου δεν το σκορπίζεις πια, τις πλάκες σου, την ενέργειά σου, την αγάπη σου και την διάθεσή σου, τα δίνεις απλόχερα σε αυτούς που έχουν χέρια απαλά να τα πιάσουν, κι όχι εκείνα τα κοφτερά μαχαίρια που σε πετσόκοβαν και δεν έλεγαν να χορτάσουν.
Και είναι ευλογία να έχεις φίλους. Λίγοι φίλοι μονάχα φτάνουν, για μια ολόκληρη ζωή, αρκεί να είναι αληθινοί.