Γράφει η Γεώρα
Σπάσαμε από ένα σε δύο. Γκρεμίσαμε γέφυρες που χτίσαμε με κόπο. Αφήσαμε να πέσουν κάτω σ’αγαπώ και να τσαλαπατηθούν, ανυψώνοντας τους εγωισμούς μας ενώ τους είχαμε νικήσει.
Κρυφτήκαμε στην αγκαλιά του φόβου. Ναι, με έκανες και μένα να μην με αναγνωρίζω. Εγώ που σου είχα πει, όσα εμπόδια και αν υπάρχουν είμαι διατεθειμένη να τα ξεπεράσω.
Σε ένιωσα σαν ξένο, ποιον (;) εσένα που σε ένιωσα πιο κοντά μου από κάθε άλλο. Και ένιωθα μονάχα λύπη. Μία λύπη, που η αλήθεια είναι πως της είχε λείψει να παίξει λίγο με την χαρά που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό μου.
Απομακρυνόμασταν. Και αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι πως άφηνα εγώ το σχοινί της απόστασης να μεγαλώνει. Δεν προσπαθούσα να το κρατήσω, να μας κρατήσω κοντά. Σαν να κουράστηκα. Όχι, λάθος διατύπωση, η σωστή είναι, κουράστηκα! Και πρωτίστως, με κούρασες. Πάλευα μόνη μου με θηρία. Διαφορές που αν και υπήρχαν και είναι λογικό να υπάρχουν, αφού είμαστε δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, πράγματα μικρά, έπαιρναν χώρο και νικούσαν την ένταση του μαζί.
Προτετελεσμένα γεγονότα. Λες και μπορείς να μαντέψεις το μετά. Λες και μπορείς να ξέρεις πόσο θα κρατήσει. Το μόνο που ήξερες ήταν εσένα. Δειλούς λένε, όσους σου προκαθορίζουν το τέλος χωρίς καν να προσπαθήσουν. Δειλό με μία δόση ενσυνείδησης σε όρισα. Σου το χα πει άλλωστε, είμαι δίκαιη.
Έσπασα τοίχους, έπαιξα με τα όρια της υπομονής μου, περίμενα, έδωσα χρόνο και χώρο. Έδωσα δίκιο. Έχασα το δικό μου! Και τα συναισθήματα που ένιωθα για σένα, άρχισα να τα σκοτώνω. Έπρεπε, έπρεπε για να σώσω ό,τι σώζεται από εμένα.
Και η πόρτα που κλείνει οριστικά λένε πως δεν κάνει θόρυβο. Η πόρτα που κλείνει οριστικά, είναι σαν να φαίνεται πως δεν έχει κλείσει, είναι σαν να την έχουμε αφήσει μισάνοιχτη. Αν όμως πας να την ανοίξεις, θα δεις πως δεν ανοίγει ή θα αντικρίσεις τοίχο μπροστά σου.
Έτσι και εγώ, αποφάσισα να φύγω, στις μύτες τον ποδιών μου να περπατήσω, μη θέλοντας να σου χαλάσω την ζαχαρένια σου, θέλοντας να δω αν θα καταλάβεις, αν το σ’αγαπώ με πράξεις θα το φωνάξεις. Την σιωπή σαν συντροφιά αποφάσισα να μας χαρίσω, εξάλλου οι φωνές και οι διαμάχες, είχαν ηττηθεί προ πολλού, αυτή η μορφή προσπάθειας, της απελπισμένης προσπάθειας που δεν τα παρατάει, τα παράτησε.
Και αν έπρεπε να μας βρω σε μία έκφραση, θα μας χάριζα κάτι πολύ όμορφο που είχα διαβάσει «τον τοίχο που έχτιζες ανάμεσά μας…στάματησα να τον γκρεμίζω… και άρχισα να τον βαφω».
Έτσι λοιπόν, ορίζω το φινάλε μας στο χώρια, τα παρατάω, για την σωτηρία μου, για την ηρεμία μου, για την αγάπη που αξίζω και δεν έλαβα!