Γράφει η Ρούλα Παγιαλάκη
Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που περπατούσαμε πιασμένοι χέρι, χέρι.
Άρχισε ξαφνικά να βρέχει.
Δεν προσπαθήσαμε να προφυλαχτούμε από την βροχή, σαν να μην είχε νόημα για μας.
Ίσως την είχαμε και οι δύο πολύ ανάγκη.
Αφήσαμε τις δροσερές ψιχάλες να πέφτουν απαλά πάνω μας και αυτό μας έδωσε κάποια ανακούφιση.
Ίσως νιώσαμε και οι δύο πολύ προστατευμένοι έτσι.
Για κάποιον μαγικό αδιόρατο λόγο η βροχή δεν ήταν εχθρός, αλλά σύμμαχος εκείνη την ώρα.
Μου έσφιξες παραπάνω το χέρι.
Ένιωσες την λύτρωση.
Ο δρόμος μπροστά μας ανηφορικός.
Ξεκίνησες να τραγουδάς κάτω από την βροχή.
Την άφησες να ξεπλύνει όλα όσα σε βάραιναν, όλα όσα κουβαλούσες χρόνια τώρα.
“Ήθελα από πάντα να το κάνω αυτό”, μου είπες.
“Και μόνο μαζί σου θα μπορούσα, με κανέναν άλλον”.
Σε κοίταξα και τα μάτια μου έλαμπαν.
Έλαμπαν για σένα.
Πόσο όμορφος και χαρούμενος ήσουν, σαν μικρό παιδί.
“Αν με έβλεπαν όσοι με ξέρουν να τραγουδώ κάτω από την βροχή θα με περνούσαν για τρελό”, μου είπες πάλι.
“Και ναι, είμαι τρελός, τρελός για σένα και αυτό μου αρέσει πολύ”.
Την είδα την τρέλα σου εκείνο το βράδυ στα μάτια σου.
Την ένιωσα και πάνω μου, παντού μου.
Καιρό αργότερα κατάλαβα ότι εκείνη η βροχούλα είχε ξεπλύνει κομμάτι του παλιού σου εαυτού ανεπιστρεπτί.
Από τότε όταν βρέχει πολλές φορές μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η βραδινή μας βόλτα και ο σκοπός του τραγουδιού που μουρμούριζες.
Τα λόγια είναι που δεν μπορώ ποτέ να θυμηθώ.
Είναι που δεν πιστεύω πια σε λόγια.
Είναι που πια, δεν μου αρέσει η βροχή.
Αφιερωμένο..