Γράφει η Πράξια Αρέστη
Είναι που θα ερχοσουν.
Είναι που σε περιμένω και δεν έχω πια άλλα δάκρυα να βρέχουν το μαξιλάρι μου τις νύχτες.
Είναι που το σώμα μου σε χρειάζεται και αυτό το βάρος στο στήθος μου δεν φεύγει, αν δεν αγγίξουν τα χείλη μου τα δικά σου.
Είναι που δεν μπορώ καν να ανασάνω αν δε νιώσω την ανάσα σου στο αυτί μου, στο λαιμό μου. Αυτό δεν είναι το στρες; Να ξεχνάς να ανασαίνεις, να μην μπορείς να πάρεις βαριές ανάσες για να ξαλαφρώσεις λες και έχεις μια πέτρα που σου φράζει το λαιμό.
Όχι δε σου φορτώνω κανένα βάρος. Δε θα με ακούσεις ποτέ να παραπονιέμαι. Μόνο όταν δεις ότι χάνομαι, άναψέ μου το φως με μία σου λέξη.
Μία γυναίκα που δεν νιώθει ποθητή, που δε νιώθει ότι αγαπιέται όσο αγαπάει, που νιώθει ότι δεν είναι αρκετή, είναι επικίνδυνη. Επικίνδυνη πρώτα για τον εαυτό της. Είναι ευαλώτη και θυμωμένη. Η ανάγκη να νιώσει ποθητή, η ανάγκη να σε κάνει να πληρώσεις με το ίδιο τίμημα που την κάνεις να πονάει θα τη ρίξει σε λάθος χέρια.
Όχι, δεν φταις. Και τίποτα δε θα αλλάξει γι’ αυτό δε θα με δεις να φωνάζω πια. Είναι, όμως, που δεν καταλάβω, αν λίγο μ’ αγαπάς πώς αντέχεις για τόσο μακριά μου. Γιατί εγώ μαραίνομαι μακριά από ό,τι αγαπώ. Μαραζώνω μακριά σου. Κοιτάζω τον κόσμο και μ’ αφήνει αδιαφορή. Κοιτάζω το μέλλον και δε θέλω να έρθει αν είναι να με έχει η ζωή στο «περίμενε».
Είμαι σαν έρημος που έχασε την όαση της.
Όχι, δεν με πιάνει πάλι το παράπονο. Απλά είναι που θα ‘ρχοσουν. Και ας ήξερα μέσα μου ότι τίποτα δε θα αλλάξει, πονάει αρκετά. Η ανεκπλήρωτη υπόσχεση του έρωτα με τσακίζει και θέλω να φύγεις μακριά να μη με πληγώνεις άλλο. Όμως, πώς να ξυπνήσω την επόμενη μέρα, και να βρω τη δύναμη να συνεχίσω όταν η ελπίδα ότι κάποια μέρα ξαφνικά θα έρθεις, χαθεί κι αυτή μαζί σου.
Είναι που θα ερχόσουν και δεν ήρθες.
Είναι που θα ερχόσουν και δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ.
Δεν μπορώ να σηκώσω το τηλέφωνο και να σου ζητήσω να έρθεις. Δεν μπορώ να κάνω αυτό το απλό όταν σε θέλω, όταν θέλω, όταν χρειάζομαι…
Δεν μπορώ να θέλω και να χρειάζομαι.
Είναι που ανήκεις αλλού. Όχι δε με πιάνει πάλι το παράπονο. Μόνο που λίγο πονάει που πάλι θα σε περιμένω και που αυτό το λίγο σου που ποτέ δε θα γίνεται ολόκληρο.