Γράφει η Σοφία Δημητριάδου
Φτερά κομμένα, κεφάλι χαμηλά, τριγύρω χαμόγελα, μόνο το δικό σου δεν μπορεί να βγει από το λαγούμι που έχει σφηνώσει.
Προσπαθείς τόσο σκληρά να σπάσεις τις αλυσίδες σου, όμως κάθε μία που καταστρέφεις, άλλες δύο εμφανίζονται. Σε πονάνε, σε λυγίζουν και γι’ αυτό χαμογελούν.
Τους αρέσει να είσαι άλλος ένας ονειροπόλος που θέλει παραπάνω από αυτά που μπορεί να καταφέρει.
Γιατί όμως τους πιστεύεις;
Πώς μπορούν ή πώς θα μπορούσαν να γνωρίζουν τι μπορείς να καταφέρεις;
Πώς ξέρουν από τι υλικό είσαι φτιαγμένος;
Κάθεσαι στην άκρη του γκρεμού και κοιτάς μακριά, κοιτάς τα όνειρα που πλέον φοβάσαι να πλησιάσεις. Τα φτερά σου δεν ξέρεις πλέον αν έχουν την ενθουσιώδη δύναμη που μέχρι πριν λίγο καιρό πίστευες. Σιγά σιγά αρχίζεις να πιστεύεις όλα αυτά που οι άλλοι σου λένε απλά και μόνο για να σε κρατήσουν χαμηλά, να σε κρατήσουν δίπλα τους με τους δικούς τους όρους, να σταματήσεις να θέλεις και να μην φύγεις ποτέ.
Τα μάτια σου αρχίζουν και χάνουν την άλλοτε απέραντη θέα του ορίζοντά σου. Ομίχλη γεμίζει το τοπίο και πλέον δυσκολεύεσαι να δεις τα θέλω σου. Ξεχνάς.
Μην τους αφήσεις.
Μην ενδώσεις.
Είσαι πολύ κοντά, στο να βρεις το χαμένο σου χαμόγελο, αυτό που θα σταματήσει όλα τα τριγύρω και θα φανερώσει όλα τα αληθινά και αυτά που θα κρατήσεις συντροφιά σου.