Γράφει η Νεφέλη
Πάει καιρός που το είχα καταλάβει πως ήθελες να φύγεις και αναζητούσες την κατάλληλη στιγμή.
Το ένιωθα καθημερινά στα λόγια σου, στις πράξεις σου μα κυρίως στο βλέμμα σου. Με κοιτούσες και ήταν σαν να μη με έβλεπες. Η μάτια σου σκοτεινή και προβληματισμένη.
Αφηρημένος και αδιάφορος, για το σπίτι μας, για μας τους ίδιους.
Μηχανικά πήγαινες κι ερχόσουν. Σπάνια μου χαμογελούσες, σπάνια μου έλεγες καλή κουβέντα, μα κυρίως σπάνια με αγκάλιαζες, ενώ παλιότερα δε χόρταινες να με κρατάς ανάμεσα στα δυο σου χέρια.
Κι εγώ, τα βλέπαμε τα σημάδια, τα κατέγραφα ένα – ένα μέσα μου. Και κάθε φορά που πρόσθετα κάτι στη λίστα ένιωθα ακόμη ένα καρφί να μπήγεται στην καρδιά μου.
Για σένα βλέπεις άλλαξαν πολλά. Για μένα όμως όχι.
Εγώ εξακολουθούσα να σε αγαπώ και να σε θέλω κι ας ήξερα ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με σένα.
Ήλπιζα πως θα σου περάσει. Έκανα υπομονή. Έσκυψα το κεφάλι, έσφιξα την ψυχή και περίμενα το κύμα να ξεσπάσει ελπίζοντας πως θα σωθούμε.
Άδικα όμως είχα ελπίδες. Εσύ παρέμεινες ο ίδιος. Μέχρι που άρχισα να καταλαβαίνω και εγώ η ίδια πως πρέπει να ελευθερωθείς.
Δυστυχισμένο μάτια μου δεν σε θέλω δίπλα μου. Σε θέλω χαρούμενο και φωτεινό, γεμάτο ζωή και όρεξη για αυτήν. Έτσι σε γνώρισα και έτσι θέλω να σε κρατήσω.
Αφού λοιπόν αυτό δεν γίνεται το πήρα απόφαση. Σου άνοιξα την πόρτα της φυγής και σε λευτέρωσα. Ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει να πράξω για σένα. Όλα τα αλλά τα δοκίμασα ανεπιτυχώς.
Δεν θα ξεχάσω πότε το γεμάτο έκπληξη βλέμμα σου. Με κοιτούσες όλος απορία μη πιστεύοντας πως εγώ ήμουν αυτή που έκανε το πρώτο βήμα.
Τελικά αποδείχθηκα πιο τολμηρή από σένα.
Σε βοήθησα να μαζέψεις τα πράγματα σου. Ήθελα να φύγεις μια ώρα γρηγορότερα. Όλη μας η ζωή αρχικά κλείστηκε μέσα σε μερικές βαλίτσες και κάποιες κούτες.
Ήμουν ευγενική μαζί σου και σου άνοιξα την πόρτα που σε οδηγούσε στην ελευθέρια.
Όμως να ξέρεις πως δεν πρόκειται αυτή την πόρτα να βρεις πότε ξανά ανοιχτή. Κλείνοντας την, άφησα πίσω ό,τι μας ένωνε. Ας είναι έτσι. Το πρώτο βήμα έγινε.