Της Ζωής Διαμαντοπούλου
Λέμε για εκείνους τους ανθρώπους τους περίεργους. Εκείνους που μόχθησαν γι’ αυτό που θέλησαν, που ξεγύμνωσαν ψυχή και σώμα μπροστά σε άλλον εαυτό. Στον δικό σου εαυτό. Σου ανοίχτηκαν, σου μίλησαν, σε πήραν αγκαλιά και τρύπωσαν έτσι καλά, τόσο βολικά μέσα σου. Τους άφησες να πιάσουν χώρο. Ανάμεσα στα τόσο πολλά και δύσκολα της καθημερινότητας, έρχονται κι εκείνοι που κάνουν λίγο αλλιώτικη την μέρα σου. Να δεις που αυτοί, έχουν αγάπη μεγαλωμένη μέσα τους. Δεν θα το δεις στα μάτια, δεν θα το καταλάβεις ούτε από τις λέξεις τους. Αυτοί οι άνθρωποι θα προτιμήσουν να σε πάρουν από το χέρι ένα απόγευμα Σαββάτου για να ζήσεις μαζί τους έναν περίπατο την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Θα σου απλώσουν το χέρι για να σε πιάσουν και να σε έχουν σφιχτά δεμένο μες στα χέρια τους.
Μαγεύονται τα μάτια όταν μπορούν να ξεχωρίσουν. Όταν μπορούν να εντοπίσουν την ομορφιά, εκείνη που πηγάζει από μέσα σου, μέσα από τον κόσμο που βίωσες και αναβίωσες μέχρι τη στιγμή να συστηθείς μαζί του. Έχουν ρίζες τα συναισθήματα, γι’ αυτό παγώνει η καρδιά αν την γρατζουνίσεις λίγο ή την θυμώσεις. Ξεσηκώνει θύελλα με ορμή, μην τύχει και γίνει αυτή αέρας και διαλυθεί.
Ευάλωτοι ετούτοι οι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να τους δεις εύκολα να κλαίνε. Συνήθως γελούν. Έχουν μεγάλη δύναμη και πείσμα μέσα τους. Το έχουν αποδείξει όταν χρειάστηκε. Την στιγμή που χαρίστηκαν για να δώσουν πολλά κι ας έπρεπε να δώσουν λιγότερα. Ποιος βλέπει αξίες, ποιος καταλαβαίνει από πάθη αν δεν πατήσει πάνω τους; Αν δεν τα ζήσει και δεν τα χωνέψει για τα καλά μέσα του;
Κι ίσως να μπορούσαμε να δώσουμε πολλά περισσότερα σε ανθρώπους που αλλιώς υπολογίσαμε. Τους ονομάσαμε τότε «δεδομένους», μπήκαν αμέσως στην λίστα αναμονής. Δεν μας ένοιαζε και τόσο, δεν θελήσαμε αρκετά ή κάτι άλλο είχαμε στο μυαλό μας. Πάντα κάτι θέλουμε, κάτι διαφορετικό κι αλλιώτικο. Και οι άνθρωποι της αναμονής γίνονται αέρας και φεύγουν πριν καλά το καταλάβεις.
Να υπολογίζεις σε εκείνους τους ανθρώπους που θα θυσιάσουν τον χρόνο τους για να έρθουν να σε δουν έστω για μια μέρα κάπως, κάπου, χωρίς κάποιο λόγο. Μόνο απλά γιατί το ήθελαν. Είναι εκείνοι που δεν θα κρατηθούν από τον ώμο σου για να στηριχθούν πάνω σου. Αντί αυτού θα σου δώσουν το χέρι τους χωρίς κάποια αιτία, μόνο γιατί απλά το ένιωσαν.
Κι είναι λογικό να ‘χεις γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους. Μεγαλώνεις και αντί να ξεχνάς, θυμάσαι ακόμη πιο έντονα. Θυμάσαι εκείνα τα μάτια, που μιλούσαν από χιλιόμετρα, τα είχες κλείσει κάποτε μες στα δυο σου χέρια. Τα χάιδεψες λες και ήταν δυο μικρά μωρά όταν εσύ ακόμη έψαχνες τον ενήλικο εαυτό σου. Αυτοσυστήθηκες με εκείνο το πρόσωπο και το έφερες κοντά σου. Τόσο κοντά σε εσένα που θυμάσαι χαρακτηριστικά κάθε μικρή λεπτομέρεια.
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους, όταν τους γνωρίζεις να έχεις υπομονή και να περιμένεις. Αν θες να φύγεις, να φύγεις νωρίς και γρήγορα. Κι αν επιλέγεις να μείνεις, τότε να δίνεις χρόνο. Έτσι μόνο γνωρίζονται οι άνθρωποι δεν το ‘ξερες;
Είναι που στην διάρκεια αρχίζεις να μετράς αλήθειες. Κι όταν έρχεται η στιγμή να πιστεύεις σε λόγια, είναι τότε που οι πράξεις πατούν στη γη. Όταν δεν φοβίζει ο χρόνος και είσαι πρόθυμος να περιμένεις, να ζήσεις το τώρα, στο σήμερα.
Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν ανάμεσα μας. Δεν ξεχωρίζουν εύκολα. Δεν θέλουν να ξεχωρίσουν. Είναι αέρας, είναι βροχή, είναι χώμα βρεμμένο, είναι καταιγίδα, είναι μικρές ανήσυχες ματιές. Είναι όλα εκείνα που μόνο όταν σε αφήσουν να δεις μέσα τους μπορείς να καταλάβεις. Κι αν τύχει και μοιάζετε, ίσως μπορεί να ακούγεστε χωρίς να μιλάτε.