Γράφει η Άντζυ Καμπέρου
Σε μία κρίση της στιγμής έφερε το δωμάτιο της όλο τούμπα. Αναποδογύρισε διακοσμητικά και μαξιλάρια, πέταξε στο πάτωμα το πάπλωμα, γκρέμισε στον διάβα της την σκάλα- βιβλιοθήκη που κοσμούσε το δωμάτιο της. Άνοιξε ντουλάπες και τα πέταξε όλα έξω, ρούχα και κρεμάστρες, κουτιά και ό, τι άλλο υπήρχε μέσα.
Αποκαμωμένη μετά την καταστροφή έκατσε οκλαδόν στη μέση του δωματίου, πάνω σε όλα εκείνα που βρισκόντουσαν στο πάτωμα.
Και λες και η μοίρα το θελε, λες και κάποια ανώτερη δύναμη συνωμότησε, βρέθηκε μπροστά της μια φωτογραφία. Είχε βγει από εκείνο το μικρό μπαούλο με όλα τα αναμνηστικά, που κρατούσε φυλαγμένο βαθιά χωμένο στην ντουλάπα της.
Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν πάνω σε εκείνο το κομμάτι χαρτί. Ήταν αναποδογυρισμένο, αλλά δεν χρειαζόταν να δει την εικόνα για να καταλάβει ποια φωτογραφία ήταν. Διστακτικά, με χέρια τρεμάμενα ακόμα από την σύγχυση που προηγήθηκε, έπιασε την φωτογραφία και την κοίταξε.
Δυο χαμογελαστά πρόσωπα εικονιζόντουσαν.
Μια κοπέλα, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, γεμάτα έρωτα, κοιτούσαν εκείνον. Έναν μελαχρινό μυστήριο τύπο, που την κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και ένα πονηρό χαμόγελο.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και χαμογέλασε αχνά. Το δάχτυλό της πέρασε απαλά πάνω από την φωτογραφία, χάιδεψε γλυκά το μάγουλο του μελαχρινού τύπου που την είχε στην αγκαλιά του και έπειτα αιωρήθηκε σαν να μην ήξερε πως έπρεπε να συνεχίσει.
Έπιασε το μικρό μπαουλάκι, έβαλε τα πράγματα που είχαν σκορπιστεί πάλι μέσα και από πάνω, ευλαβικά τοποθέτησε την φωτογραφία τους.
Την χάιδεψε μια τελευταία φορά και ψιθύρισε σιγά ” εμείς οι δύο, έχουμε αφήσει κάτι στην μέση, εις το επανιδείν”.
Έκλεισε το μπαούλο, το τοποθέτησε πίσω την ντουλάπα και με την πλάτη προσγειώθηκε, με έναν βαθύ αναστεναγμό, στον σωρό από ρούχα που βρισκόταν στο πάτωμα.
Join the discussion