Γράφει ο Τριστάνος.
Την κρατούσα αυτή τη λέξη, σαν πολύτιμο φυλαχτό μέσα μου. Δεν ήθελα να την σκορπίζω δεξιά και αριστερά. Την είχα πολύ ψηλά στη λίστα με την βαρύτητα των λέξεων. Στην κορυφή την είχα και πολλές φορές πονούσα που δεν μπορούσα να την πω, όμως δεν της άξιζε καμιά άλλη θέση, εκτός από την καλύτερη.
Πολλές φορές πιέστηκα για να την πω από αυτιά που ήθελαν να την ακούσουν, όμως ανέντιμο θα ήτανε, αφού δεν θα την εννοούσα και έτσι βαθιά μέσα μου την κρατούσα.
Άλλες φορές πάλι, ήθελα να την φωνάξω -για να νιώσω ξανά ότι ζω- όμως δεν υπήρχε ο κατάλληλος αποδέκτης και αυτό με σταματούσε απότομα και με έκανε να νιώθω αποτυχημένος και άδειος. Άρχισα σιγά – σιγά να αμφιβάλλω αν μπορώ να την νιώσω πάλι και αγωνία διαπέρασε την ύπαρξή μου, με τη σκέψη ότι δεν θα την ξεστομίσω ξανά.
Μέχρι που χτύπησες την πόρτα μου ένα συνηθισμένο απόγευμα, από εκείνα που δεν περιμένεις κάτι σημαντικό ότι θα συμβεί. Ήταν τόσο γλυκό το χτύπημά σου, που μεταφέρθηκε μέσα μου σαν τον ομορφότερο ήχο του κόσμου.
Και το αίμα ανέπτυξε τρελές ταχύτητες μέσα στις φλέβες μου, αφού η καρδιά ξεκίνησε να χτυπάει γρηγορότερα και μια παράξενη ευφορία πλημμύρισε το κορμί και την ψυχή μου.
Μία συναυλία αισθήσεων – ξεχασμένη στο παρελθόν – έπιασε ξανά τα βιολιά και με μαέστρο τα μαγικά σου μάτια, ανέβασε ρυθμούς, κάνοντας τη λησμονημένη λέξη, αβίαστα να έρθει στα χείλη μου.
Και με άλλη λέξη δεν μπορώ να σε φωνάξω, ούτε να σου πω πώς νιώθω. Μόνο το “σ’αγαπώ” ταιριάζει σε όλες τις προτάσεις μου, στην αρχή, στη μέση, στο τέλος τους.
Δε χρειάστηκε να μου το ζητήσεις, μα θέλω να στο λέω κάθε μέρα και να στο δείχνω με κάθε μου πράξη, κίνηση και έκφραση.
Άφησα όλες τις υπόλοιπες λέξεις και σκέψεις στο παρελθόν. Αποφασίσαμε μαζί, ότι εμείς οι δύο θα λέμε μόνο “σ’αγαπώ”, γιατί καμιά άλλη φράση δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που νιώθουμε. Είναι φτωχές, τιποτένιες, άχρωμες και μηδαμινές. Και έτσι τις διαγράψαμε από τη λίστα των επιλογών μας, διότι δεν ταιριάζουν πλέον για μας και τις θεωρούμε παρείσακτες και ανούσιες.
Εμείς οι δυο θα λέμε μόνο “σ’αγαπώ” και θα το φωνάζουμε στον αέρα, όπου και να βρισκόμαστε, για να μας το μεταφέρει ο άνεμος, όταν θα τυχαίνει να είμαστε μακριά ο ένας από τον άλλον.
Είναι τόσο παράξενο τελικά, αυτή η δυσπρόσιτη λέξη -που εύκολα τα χείλη δεν μπορούν να την πουν αν δεν την νιώσουν- πόσο οικεία γίνεται όταν δύο καρδιές χτυπούν με τον ίδιο παλμό.
Και μόνο μια ερώτηση θα μου έρχεται από δω και πέρα στο μυαλό -που έγινε υπέροχο τραγούδι- και μόνο αυτή θα σκέφτομαι όταν σε κοιτάζω.
“Σε ποιον να πω το σ’αγαπώ;.. αν δεν το πω σε σένα, που με έμαθες ξανά να ζω, ταξίδια ονειρεμένα”.