Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Ήρθες πάλι απόψε να βασανίσεις τη σκέψη μου.
Σου αρέσει μάλλον να με ταλαιπωρείς. Ερήμην μου ξεκλειδώνεις μνήμες και τις αφήνεις να ζωντανέψουν μπροστά μου. Με αφήνεις να με παρασύρει ο χορός τους που έχω μισήσει μετά από τόσο καιρό.
Άφησα το τώρα, βούτηξα στο τότε και άρχισα να θυμάμαι.
Σε άκουσα να μου ψιθυρίζεις καλημέρα και να με αγγίζεις απαλά στο μάγουλο.
Πήγα πίσω σε εκείνη την εκδρομή μας που μου έμαθες να διαβάζω τα αστέρια και το μόνο που έλαμπε γύρω μου ήσουν εσύ.
Ξαναφόρεσα κόκκινο κραγιόν και εκείνο το μαύρο φόρεμα το αγαπημένο σου και αφέθηκα στον έρωτά σου.
Γεύτηκα το αγαπημένο μας φαγητό ένα βράδυ στην πλατεία κι έπειτα έπεσα να κοιμηθώ έχοντας εσένα δίπλα μου.
Τόσο κοντά μα και τόσο μακριά συνάμα.
Θυμάσαι άραγε τίποτα από τη μέρα που πρωτογνωριστήκαμε και σε άφησα δειλά δειλά να αγγίξεις την καρδιά μου;
Άκουσες ποτέ πώς χτυπούσε για εσένα όταν άκουγα το όνομά σου;
Τι θέλω όμως και τα αφήνω όλα αυτά να κυριαρχήσουν στη σκέψη μου ετούτο το βράδυ;
Τι σημασία έχουν, πάνε πλέον όλα αυτά.
Ήρθαν, και μετά από λίγο, τα πήρε μαζί του ο χρόνος και τα έκανε παρελθόν όσο ήμασταν ακόμη στο παρόν.
Είναι μάλλον που έφυγες χωρίς καμιά προειδοποίηση και δεν έμαθα ποτέ το γιατί, που στο φευγιό σου έκλεισες με δύναμη πίσω σου την πόρτα, ενώ εγώ ακόμη σε περίμενα.
Δεν πειράζει, ας είναι.
Όλα για κάποιο λόγο δε λένε πως γίνονται;
Έτσι έγινε και αυτό και ας μη μάθω ποτέ τον λόγο.
Ούτως ή άλλως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έμαθα πια να ζω χωρίς εσένα.
Join the discussion