Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Εκείνο το πρωί, σηκώθηκα με δυσκολία από το κρεβάτι.
Ο αέρας φώναζε με μανία το όνομα σου και το δωμάτιο πιο παγωμένο από ποτέ. Το σπίτι είχε αδειάσει, δεν βρήκα κάπου να κάτσω. Δε ξέρω αν ήθελα κιόλας.
Έκλεισα τα παντζούρια αφού το φως σα βλασφημία χάιδευε το πρόσωπο μου. Τόσο νέα μα όλα τα χρόνια του κόσμου φώλιασαν στο σώμα μου.
Τα χρόνια όλων αυτών, των χαμένων “για πάντα”.
Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου, μήπως και ξυπνήσω από το κακό όνειρο. Μα αυτό μετρούσε ανάσες από μένα. Όσο τρέχεις μακριά για να σωθείς , σε καταπλακώνει αυτό που δεν έζησες. Δε σε έζησα. Ήταν όλα μια στιγμή. Μα όσο κι αν είχα από εσένα, σαν μια στιγμή θα φάνταζε .
Λένε πως ξαναγεννιέσαι μέσα από τον έρωτα. Γίνεται δύναμη. Μα εμένα με δύναμη με γκρέμισε . Με δύναμη ξερίζωσε ό,τι καλό είχα να δώσω. Moυ έκλεψε χαρά και ελπίδα. Απάτη ο έρωτας, μεγάλη. Πικρή γεύση στα χείλη, μα πάντα σαν πρώτη φορά. Να πέφτεις και να σηκώνεσαι, ξεχνώντας.
Να ξεκινάς από το μηδέν αρχή, μέχρι η αρχή να γεννήσει το τέλος και πάλι ξανά. Σαν άλλος εσύ .
Πλησίασα την πόρτα , σα να αγαπούσα τον εχθρό. Σε περίμενα. Αυτή η εμμονή δεν έκρυβε λάθος. Κάθισα στο πάτωμα . Ψυχαναγκαστική έλξη, οι ώρες περνούσαν .
Δε μπορεί. Ο έρωτας , θα με γιατρέψει. Έτσι λένε. Μα οι πληγές στην ψυχή δε κλείνουν, σαν το σώμα. Σταμάτησε ο χρόνος μα είχε κιόλας βραδιάσει.
Θα γυρίσεις. Δε σε γνώρισα ποτέ. Χωρίς καμία μνήμη εσένα θα επέλεγα κάθε φορά.
Έξω ο αέρας πιο έντονος , ξερίζωσε το σπίτι. Να φαίνεται πιο οικείο. Αφέθηκα σε αυτό. Λες και ο πόνος κυλούσε στο αίμα μου, δεν ήταν ξένος .
Καθισμένη μπροστά στην πόρτα, το πιο πιστό κομμάτι μου χαρίζω. Τα χρόνια πέρασαν.
Δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Εσύ δε φάνηκες και εγώ σε δικαιολόγησα για άλλη μια φορά. Είναι κάποια “για πάντα” που έχουν ψυχή και αλήθεια. Είναι κάποιοι που το εννοούν και κάποιοι που δε το πίστεψαν. Αυτοί που περιμένουν και αυτοί που δεν έρχονται. Παγίδα το αμοιβαίο, αρπάζει τα σταθερά σου και αλλάζει τις έννοιες.
Εκείνο το πρωί, δε σηκώθηκα από το κρεβάτι .