Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Καθημερινά ισχυριζόμαστε πως αγαπάμε τους ανθρώπους της ζωής μας. Τους αγκαλιάζουμε, τους φιλάμε πότε πότε στο μέτωπο στοργικά, τους μιλάμε, τους θυμώνουμε, άλλοτε κρατάμε μούτρα και πάλι φιλιώνουμε, τους καλημερίζουμε, κοιμόμαστε και ξυπνάμε δίπλα τους, τους δίνουμε το σώμα μας και ενίοτε τους χαρίζουμε και την ψυχή μας. Ξέρουμε πώς πίνουν το καφέ τους και τις προτιμήσεις τους στο φαγητό. Γνωρίζουμε τι μπορεί να τους εκνευρίσει και πώς μπορούμε να τους γλυκάνουμε. Άλλοτε πάλι προσπαθούμε να καλύψουμε τηλεφωνικά τις αποστάσεις και κάποιες άλλες φορές καθόμαστε απέναντί τους επί ώρες στον καναπέ, χωρίς να ανταλλάσσουμε λέξη, χαμένοι σε νοήματα που αρνούμαστε να πιάσουμε.
Αλήθεια, πόσα ξέρουμε για τους ανθρώπους δίπλα μας; Ξέρουμε για τις παλιές πληγές τους, τα όνειρά τους, τις παιδικές αναμνήσεις τους; Μας μίλησαν ποτέ για όσα επιθύμησαν, μα ποτέ δεν απέκτησαν, για εκείνα που κρυφά συνεχίζουν να ονειρεύονται, για τα πάθη και τις αδυναμίες τους; Τους αφήσαμε ποτέ τον χώρο να νιώσουν πραγματικά οικεία μαζί μας, ώστε να ανασάνουν και να μπορέσουν να ξεδιπλώσουν την ψυχή τους ή απλώς τα βράδια κλείνουν τα μάτια με ανακούφιση, που για ακόμη μία φορά κανείς δεν έψαξε να μάθει τι κρύβει η μελαγχολία στα μάτια;
Πόσα στ᾽ αλήθεια γνωρίζεις για εκείνη τη γυναίκα, που κάθε βράδυ νανουρίζει γλυκά τα παιδιά σας κι έπειτα κοιμόσαστε πλάτη με πλάτη, σχεδόν αποκαρδιωμένοι από την κούραση; Γνωρίζεις τις ιδιοτροπίες της, την κούρασή της και τα νεύρα της, μα αγνοείς την ανάγκη της να νιώσει ξανά επιθυμητή, μακριά από πάνες, φαγητά και χιλιάδες άλλα μωρουδίστικα πράγματα. Ξέρεις, αλήθεια, πόσα βράδια ευχήθηκε να έψαχνες πίσω από τα άσχημα λόγια της, για να βρεις τις ανασφάλειές της, τους φόβους της και να την έκρυβες όπως παλιά στην αγκαλιά σου, κάνοντας μία μικρή προσπάθεια συναντήσεις τον άνθρωπο που κάποτε τόσο λαχτάρησες;
Πόσα στ᾽ αλήθεια γνωρίζεις για τη μητέρα σου, εκείνη τη γυναίκα για την οποία έχεις διαγράψει κάθε άλλο ρόλο, αγνοώντας επιδεικτικά, πολλές φορές, το παρελθόν και τις προσδοκίες της για το μέλλον. Και, αλήθεια, για σκέψου πότε ήταν η τελευταία φορά που ήρθε στο μυαλό σου πρώτα μία δική της ανάγκη κι έπειτα η δική σου; Αναρωτήθηκες άραγε πώς ήταν η ζωή της πριν από εσένα, τι άτομο ήταν, ποια η ιστορία της και τι αγαπούσε να κάνει ή συνεχίζεις να πιστεύεις με τον ίδιο παιδικό εγωκεντρισμό πως οι γυναίκες αποκτούν πραγματική υπόσταση, μόνο όταν γίνονται μητέρες;
Πόσα να ξέρεις άραγε για τον φίλο σου, που υπομονετικά και ανιδιοτελώς ακούει τον πόνο σου, σου συμπαραστέκεται στα δύσκολα και περιμένει να μοιραστείς μαζί του την χαρά του; Ρώτησες ποτέ για εκείνον, τον έκανες να νιώσει το ίδιο ασφαλής, γα να σου αποκαλύψει όσα ενδὀμυχα σκέφτεται, τον ακολούθησες στα μέρη που αγαπά να πηγαίνει, του έκανες μια φορά το χατίρι, αφήνοντας τον εαυτό σου στην άκρη, δοκίμασες να τον αφήσεις να μιλήσει πρώτο; Αναρωτιέμαι, αν στ᾽ αλήθεια ξέρεις πόσο περισσότερο τυχερός μπορείς να σταθείς, αν δώσεις το μισό από εκείνο που λαμβάνεις σ᾽ εκείνον που σταθερά παραμένει δίπλα σου στα καλά και στα άσχημα.
Πόσο καλά νομίζεις ότι ξέρεις τον σύντροφό σου; Τον παινεύεις στους φίλους σας, του χαμογελάς τρυφερά στα τραπέζια, του κρατάς το χέρι στις κοινές σας εξόδους, μα αναρωτιέμαι, πότε τον θαύμασες για τελευταία φορά, πότε τον κοίταξες και έπιασες τον εαυτό σου να παραδίδεται σε μία παράξενη χαρμολύπη που τον έχεις δίπλα σου, πότε αισθάνθηκες ασφαλής που υπάρχει στη ζωή σου; Και ακόμη περισσότερο, πότε ήταν η τελευταία φορά που μιλήσατε ανοιχτά για όσα ποτέ δεν τολμήσατε, πότε αρνήθηκες να πεις “έλα, μωρέ, δε βαριέσαι” και τον διεκδίκησες από τον ίδιο του τον εαυτό; Υπήρξε στιγμή που να αναρωτήθηκες για όσα επιθύμησε ή αγάπησε πλην από εσένα;
Καθημερινά συναντιόμαστε με τους ανθρώπους της ζωής μας. Τους κλείνουμε στα ασφυκτικά εγωιστικά καλούπια του μυαλού μας, τους κρατάμε κοντά μας ραίνοντάς τους τακτικά με δηλώσεις αγάπης, λέμε πως αύριο θα προσπαθήσουμε να τους μάθουμε καλύτερα, μα συνεχώς το αναβάλλουμε και αφήνουμε, εν τέλει, την ιδέα μας για εκείνους να υπερτερεί της ανάγκης μας να δούμε κάτω από τα προφανή. Μα, ξέρεις, αν τολμήσεις, θα ανακαλύψεις όλα εκείνα για τα οποία ποτέ δε μιλούν οι άνθρωποι, μα σαν δεξιοτέχνες αφήνουν στους άλλους να καταλάβουν. Αρκεί να κάνεις μονάχα τρία πράγματα. Να θες, να τολμάς και ν᾽ αγαπάς.
Join the discussion