Γράφει η Ειρήνη Μουμούρη
Η θάλασσα και η ψυχή δεν ησυχάζουν ποτέ .
Με κάθε κίνηση, το κύμα αγγίζει τις πέτρες.
Με κάθε αναπνοή η ψυχή αγγίζει το κορμί.
Η θάλασσα ξεσπάει στον βράχο.
Η ψυχή τα βάζει με την ζωή.
Βράχος και ζωή αλλάζουν σχήμα από αυτή την κατάσαρκη επίθεση
Κάθε μέρα λιώνουν!
Στέκεσαι βρεγμένος μπροστά στο πέλαγο, ώρα ιερή, ώρα που ίσως βλέπεις Θεό.
Σώμα και ψυχή σκόπιμα αφημένα στην ακροθαλασσιά.
Εκεί πιστεύεις ότι έχεις τον έλεγχο, είσαι μετρημένος άνθρωπος!
Δεν φοβάσαι, μάλλον δεν γνωρίζεις, πόσο εύκολα μπορείς να βρεθείς στα βαθιά.
Και βρέθηκες, επειδή τόλμησες να ξανοιχτείς.
Ψυχή βαθιά, θάλασσα βαθιά γίνεται.
Τα κουράγια σου έχεις για κουπιά.
Η ασφάλειά σου ναυαγισμένη υπόθεση.
Δεν σε νοιάζει, τώρα κολυμπάς για να σωθείς, για να αποδείξεις με πράξεις.
Τί να αποδείξεις;
Την αγάπη, το δίκιο, που είναι άμετρα σαν το νερό της θάλασσας.
Σε ποιόν;
Στον άνθρωπο που για «νομίσματα» τα έχει και όλο τα μετράει.
Δεν είναι η ασφάλεια το σωσίβιο σου, το θάρρος σου είναι.
Δεν φοβάσαι τα άγρια πέλαγα,
Είναι χειρότερες οι άγριες ψυχές.
Δεν τις λογαριάζεις ούτε αυτές.
Τους χαμογελάς με σύνεση , μέσα στο χαμό τους.
Τα κατάφερες, βγήκες έξω κατάκοπος.
Ξανακοιτάς πέρα, στα βαθιά, πάλι τα κύματα σε προκαλούν.
Τώρα η ματιά σου ξέρει να διαβάζει τον κίνδυνο
Το πάλεμα άλλαξε το κοίταγμά σου.
Το θάρρος πάντα έχει τον λόγο στις αποφάσεις σου.
Έμαθες, πότε να σκουριάζεις κάθε μέρα εκεί που σκάει η αλμύρα- σάρκα είσαι θα φθαρείς.
Έμαθες, πότε να περνάς πάνω απο το κύμα-ψυχή είσαι, μπροστά στο κύμα να ζήσεις!