Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Πάντοτε αγαπούσα την φασαρία, ώσπου μια μέρα άκουσα την σιωπή σου.
Και την μίσησα.
Και την φασαρία και την σιωπή σου.
Εγώ που δεν μίσησα τίποτα στην ζωή μου, μίσησα την σιωπή.
Εγώ που άντεχα τα πάντα, δεν αντέχω τίποτα τώρα.
Μισώ τον εαυτό μου που δεν αντέχει.
Μισώ τον εαυτό μου που σέρνεται.
Μισώ να με διαφεντεύει ένα συναίσθημα, ένα συναίσθημα που χάθηκε από σένα.
Και είμαι πολύ θυμωμένη.
Θυμωμένη με μένα, θυμωμένη με σένα.
Γιατί με άφησες να σ΄ αφήσω, μ’ άφησες μονάχη μου να τυραννιέμαι.
Και δεν ξέρω ακόμη τι να κρατήσω, τι να αφήσω, από που να κρατηθώ.
Είμαι δυνατή πάλι θα μου πεις και θα σου πω πόσο ακόμη ν’
αντέξω;
Πόσο ακόμη να πονάω;
Πόσο ακόμα να πνίγομαι;
Γιατί πνίγομαι και δεν ξέρω με τι ανάσα να ανασάνω.
Σέρνω την μέρα για να ‘ρθει η νύχτα να κοιμηθώ και να μην σκέφτομαι τίποτα.
Να μην σκέφτομαι θέλω, να μην λυπάμαι, να μην πονάω.
Πες μου πώς θα τα καταφέρω;
Πώς κατάντησε έτσι αυτήν η πουτάνα η ζωή μου, πες μου πώς;
Πώς καταντήσαμε εμείς έτσι;
Ούτε αγαπημένοι, ούτε φίλοι, ούτε γνωστοί.
Μου συμπεριφέρθηκες σαν εχθρό σου κι αυτό μου στοίχισε πολύ, με πλήγωσε.
Κι αυτό που με πληγώνει πιο πολύ είναι ότι με σκότωσες.
Γιατί δύο φορές πεθαίνεις.
Μία όταν σε θάβουν και μία όταν σε ξεχνούν
Join the discussion