Γράφει η Γεώρα
Τίποτα δικό σου και τίποτα δικό μου. Οριακά υποφερτά μαζί. Οριακά μαζί. Και στεκόμαστε στο τέλος με περίσσιο θάρρος. Με μια μικρή λύπη. Δεν θα έλεγα τυπική. Δεν αρμόζει στην εξέλιξη της σχέσης μας. Λύπη πραγματική για κάτι που αγαπήθηκε. Το μεταξύ μας που εκτιμήθηκε!
Έχεις ετοιμάσει όλα σου τα πράγματα. Μόνο μία τσάντα μένει να πάρεις. Αδειάζει ο χώρος από κάθε τι δικό σου. Πάλι μόνη εγώ και τα προσωπικά μου πράγματα. Ο χώρος ανοίγει. Παίρνεις τη τσάντα, με φιλάς γλυκά αγγίζοντας σχεδόν στη μέση των χειλιών μου, τα δικά σου. Και φεύγεις! Ησυχία. Ανυπόφορη ησυχία γι’αρχή. Και μια σιωπή για φίλη μου.
Ύστερα από μία εβδομάδα έψαχνα απεγνωσμένα μία τσάντα μου. Είχα αποφασίσει να πάω να δω του δικούς μου και δεν ήθελα να κουβαλάω ολόκληρη βαλίτσα μαζί μου.
Ήταν μία κίτρινη τσάντα ταξιδίου, με χρυσά χεράκια και χρυσές λεπτομέρειες περιμετρικά, με σουέτ δέρμα. Ήταν η τσάντα που είχα πάρει την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί για ένα διήμερο εκδρομή. Θυμάμαι που την είχες σχολιάσει χαμογελώντας, λέγοντάς μου για να με πειράξεις, πως περνάω απαρατήρητη με αυτή την τσάντα και πως είναι λες και φτιάχτηκε για μένα!
Χαμογέλασα στη θύμηση εκείνου του διημέρου, όταν ξαφνικά μου ήρθε σαν “φλασιά” πως την ημέρα που έφυγες είχες στα χέρια σου την δική μου κίτρινη τσάντα και ποτέ δεν μου την επέστρεψες. Θεώρησα πως απλά το είχες ξεχάσει και έτσι αποφάσισα να σου στείλω μήνυμα να βεβαιωθώ πως την είχες εσύ ή η μνήμη μου με γελούσε. Σαν απάντηση έλαβα στο μήνυμά μου: “Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι μας, μικρή μου!”
Εκεί βρήκα το δικό σου σακίδιο, το άνοιξα και μέσα είχε ένα σημείωμα: “Δανείζομαι ή σου κλέβω επ’ αόριστον την κίτρινη τσάντα σου γιατί ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου, το πιο φωτεινό, εσύ δηλαδή! Ήθελα να έχω κάτι να σε θυμίζει όσο και αν δεν είμαι λάτρης της συλλογής αντικειμένων. Εσύ αποτελείς την εξαίρεση σε κάθε τι! Ήθελα να έχω στη ζωή μου λίγο από το δικό σου φως. Κάτι που να θυμίζει εσένα! Εκείνη την ημέρα έλαμπες! Σου κλέβω λοιπόν ένα κομμάτι δικό σου, για να μου υπενθυμίζει πως στη ζωή υπάρχει αυτό που λέμε αγάπη!”
Δάκρυσα και γέλασα ταυτόχρονα. Τι βλάκας –αναφώνησα- Θεέ μου! Σου απάντησα: “Η τσάντα που μου έκλεψες έχει τις ωραιότερες αναμνήσεις. Στο τσεπάκι της, υπάρχει μια κοινή μας φωτογραφία που τη βγάλαμε τότε. Εγώ σου δανείστηκα ή έκλεψα επ’ αόριστον το μπλουζάκι σου, που φόρεσα εκείνο το βράδυ. Δεν το ξέχασες! Εγώ το κράτησα για δικό μου! Τώρα έχω και την τσάντα σου. Κάτι δικό μου και κάτι δικό σου πάλι βρίσκεται στη ζωή μας. Εις το επανιδείν! Βλάκα μου!”