Γράφει η Μαρία Σταματοπούλου
Και μέσα στις σκέψεις σου χάθηκες. Αλήθεια, τί νόμιζες;
Θα συνέχιζα να είμαι η κούκλα με την μπαταρία στην πλάτη για καιρό ακόμη;
Θα συνέχιζα να υποφέρω ψυχικά μόνο και μόνο γιατί εσύ βολεύτηκες στην δική μου αδυναμία;
Σου το επέτρεψα, δεν με όριζες εσύ. Επέτρεψα στον εαυτό μου να γίνω υποχείριο δικών σου αναγκών και παρατηρούσα όλα τα είδη των τρόπων που με κοιτούσες.
Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς τότε. Δεν λέω, και εγώ δεν συστήθηκα ως αγία σε κανέναν. Είπα πολλά, σκόρπισα πλάνες, έγινα ένα με το εγώ μου. Πάντα όμως τα μάτια μου σε κοιτούσαν με υπομονή, αγάπη. Πάντα έλεγα, πιστεύω στην ανθρωπιά σου, επιλέγω συνειδητά να σε αγαπώ, οι άνθρωποι κάποτε αλλάζουν μορφή και ακούν την καρδιά τους.
Την τελευταία βραδιά που συζητήσαμε πήρα το δώρο μου από εσένα. Την ευγνωμοσύνη σου. Οι φιλίες είναι δύσκολες και δοκιμάζονται όταν δεν επικρατεί ακεραιότητα, αλήθεια. Δοκιμαστήκαμε ίσως μέσα απο τον πιο δύσκολο δρόμο. Τα άφησα όλα πίσω, σε αγαπώ γιατί είσαι εσύ. Αυτή πάντα ήταν η απάντησή μου σε όλους και όλες.
Μου έμαθες να μην επιτρέψω ξανά σε κανέναν να με βάλει να απαριθμώ μία μία τις δοκιμασίες της ζωής και της προσωπικότητας. Μου επιτρέπω να σε αγαπώ έως εκεί που το φως ακτινοβολεί δίχως ντροπή και διπλές όψεις. Σου επιτρέπω να με αγαπάς έως εκεί που το φως ακτινοβολεί καθάρια.