Γράφει ο Τάσος Ζαννής
Θα ‘θελα τις ατέρμονες συζητήσεις,
τα μπρος-πίσω,
τα ναι που έγιναν όχι,
τα όχι που έγιναν ναι.
Θα ‘θελα να ήμασταν μάζες κινούμενες από τη χημεία
και να ξεχάσουμε
για λίγο
ότι έχουμε διαφορετικές περιεκτικότητες
και
(ίσως)
διαφορετική στη ζωή μας αφετηρία.
Θα ‘θελα Κυριακή πρωί
να τρέχαμε στο άδειο μουσείο
όπως η Ιζαμπέλ, ο Τεό και ο Μάθιου
στους Ονειροπόλους,
γιατί ξέρω πως ξέρεις
ότι από όλες τις δραπετεύσεις,
αυτή είναι η πιο μεθυστική.
Θα ‘θελα τις νυχιές σου στη μούρη μου,
και το χέρι μου στον κώλο σου.
Δίκαιη ανταλλαγή.
Το πιο απίθανα ωραίο σημείο σύσφιξής μας.
Θα ‘θελα να με θέλεις
όσο ακριβώς θέλω
και να σε θέλω
όσο ακριβώς θέλεις!
Θα ‘θελα να ξαναζήσω εκείνο το βράδυ στο αστεροσκοπείο.
Εκείνο το βράδυ
τα μάτια σου έμοιαζαν
με υγρούς μετεωρίτες
που με πήραν μαζί τους
στο αστρικό μας ταξίδι,
κάπου ψηλά,
κάπου μακριά,
και τότε,
έτσι όπως ήμασταν κουλουριασμένοι σαν μπάλα,
εκτοξευθήκαμε στο διάστημα,
μέχρι που κοιμηθήκαμε ειρηνικά.
Μακάρι να ερχόσουν απόψε,
να διεκπεραιώναμε τη μοναξιά μας
και αύριο
να γινόμασταν φως.
Αλλά ξέρεις τι λένε.
Είμαστε νευρολογικά προορισμένοι
να μην είμαστε ευτυχείς
γιατί ξέρεις πώς πάει αυτό,
γιατί ξέρεις πως
αλλιώς κινδυνεύουμε.
-και ξέρω πόσο σε καυλώνει ο κίνδυνος-
[ ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί ]