Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Κάπως έτσι τα φώτα έσβησαν.
Μόνο οι τοίχοι έμειναν όρθιοι και μια σκουριασμένη αλυσίδα να κρατάει τις πόρτες. Μισοφαγωμένα πόμολα από τις απουσίες , ξεθωριασμένα. Θα γυρίσεις.
Κάτι γέλια στην πίσω αυλή θαμμένα κάτω από τα χρόνια. Πόσο μου έλειψες!
Φθινοπώριασε, πετάνε τα δέντρα τα φύλλα σαν προσωρινές άμυνες μέσα στην ανασφάλεια τους κι αυτά, έλεγες. Μάταια και προδομένα. Να έχουν κάτι να περιμένουν μα το φθινόπωρο εδώ κρατάει όλο το χρόνο.
Μη φοβηθείς πάντα εδώ θα γυρίζεις, φώναξες.
Τι προσπαθείς να αρνηθείς;
Μη με αφήνεις, κράτησε μου το χέρι.
Όπου και να πας αυτό που σε τρώει το θρέφεις μέσα σου. Πού να τρέξεις; Ποια να αλλάξεις ζωή;
Πάντα μπροστά σου θα ‘ρχομαι. Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Χαμένα όνειρα μέσα σε βαλίτσες στρυμωγμένα, από συνήθεια να γεννάω αγάπες. Πόσο δίκιο είχες.
Άνοιξα για λίγο τα μάτια να αντιμετωπίσω αυτό που δεν πρόλαβα. Μήπως και καταλάβω.
Μπροστά σε ένα παράθυρο, σπασμένες γρίλιες . Πλησίασα χωρίς πόδια αφού εσύ ήσουν τα πόδια μου. Κοίταξα στο σπίτι, μύριζε ακόμα ο καφές στη μηχανή. Προσπάθησα να δω καθαρά , αφού τόσα χρόνια ο εγωισμός μου έκρυβε το δίκιο. Μια μουσική στο βάθος να μπερδεύει το συναίσθημα. Σαν μία ξένη που κρυφοκοιτάζει τις ζωές των άλλων με ενοχή.
Μα είναι δικιά μου η ζωή , δικιά μας.
– Σε περίμενα. Έβαλα τα καλά μου με βιασύνη και στάθηκα με αμηχανία.
– Δε θα γυρίσω. Άνοιξε τα μάτια σου. Πόσο ακόμα θα παιδεύεις τις μνήμες;
Ένα βήμα την φορά , πλησίασα τόσο πολύ. Η ανάσα μου φαινόταν στο σπασμένο τζάμι. Λες και άκουγα τις φωνές, τα γέλια. Σάστισα !
Κάτι περαστικοί κοντοστάθηκαν. Κατέβασαν το κεφάλι και προσπέρασαν. Σα να πενθούσαν μαζί μου. Με λυπήθηκα.
Ένα χέρι στον ώμο, γύρισα μα δεν ήταν κανείς. Πόσα παιχνίδια το μυαλό να παίξει;
Κάπως έτσι τα φώτα έσβησαν.
Θα γυρίσεις δε μπορεί. Το σπίτι σε λίγο θα πέσει.
Θα γυρίσεις.