Γράφει η Μαρία Αρφαρά
Η φυγή σου μου προκάλεσε αβάστακτο πόνο. Αν υπήρχε δυνατότητα στο λεξικό δίπλα στην λέξη αχαριστία να υπήρχε το όνομα σου, θα ήταν με κεφαλαία κόκκινα γράμματα. Όπως μεγάλο ήταν το κακό που προκάλεσες στην διψασμένη μου ψυχή η οποία αιμορραγούσε για μήνες ολάκαιρους. Αλήθεια πώς μπόρεσες να λειτουργήσεις σαν αρπακτικό;
Ήθελες πάντα να λαμβάνεις χωρίς ποτέ να δίνεις. Διαπίστωσες όμως ότι το θύμα δεν κοιμάται εφ’ όρου ζωής. Κάποια στιγμή θα ξυπνήσει και τότε θα ξυπνήσει μαζί και μια άλλη προσωπικότητα που δεν φανταζόσουν ποτέ ότι υπήρχε. Μια προσωπικότητα πληγωμένη που δε διστάζει να ξεστομίσει μπροστά σου όλη την αδικία που έχει στη ψυχή της και να αποχωρήσει με το κεφάλι ψηλά.
Ήταν ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα όταν σε συνάντησα τυχαία στο δρόμο να κρατάς το χέρι της νέας σου αγαπημένης. Το μόνο που αισθάνθηκα ήταν συμπόνια για την κοπέλα εκείνη που προχωρούσε χαμογελαστή, μη ξέροντας τι αντίκτυπο θα έχει στη ψυχή της η σχέση αυτή.
Γιατί πολύ απλά ο άνθρωπος δεν αλλάζει, απλά αποκαλύπτεται. Ειδικά ο αχάριστος άνθρωπος όπως εσύ είναι σαν ένα πιθάρι χωρίς πάτο που ότι και να βάλεις μέσα πάλι άδειο παραμένει. Όπως άδειος θα παραμείνεις πάλι από τη σχέση αυτή. Και μέχρι να αποκαλυφθείς, θα εξουδετερώσεις ακόμη μια καρδιά που διψά για αγάπη.
Η καρδιά μου σφίχτηκε και ταυτόχρονα εξαγριώθηκε. Ανάμεικτα συναισθήματα με πλημμύρισαν. Οργή για εσένα που βρήκες γρήγορα το επόμενο θύμα να κοροϊδέψεις και πόνο για την κοπέλα αυτή.
Το έξυπνο πουλί όμως από την μύτη πιάνεται.
Όπως θα πιαστείς κι εσύ κάποτε. Θα περιφέρεσαι από σώμα σε σώμα έχοντας πάντα ένα μεγάλο κενό στην καρδιά σου. Τίποτα και ποτέ δεν πρόκειται να το καλύψει. Και πίστεψε με αυτή θα είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Η λεγόμενη θεία δίκη.