Γράφει η Γεώρα
Πυροβολώ το φόβο με περίσσιο θάρρος. Τον βάφω κόκκινο, παίρνοντας από το χρώμα της ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που άνθιζε σαν βουκαμβίλια και υποσχόταν πολλά.
Ξεπερνάω τα εμπόδια του μυαλού μου. Εκείνες τις χιλιάδες, μυριάδες ερωτήσεις του και μάχομαι για να νικήσω.
Εμένα που σπάω, εσένα που το προκάλεσες. Εμάς! Σε μία μάχη που δεν ήθελα να μπω, γιατί δεν πίστευα πως μπορούσαν έτσι οι άνθρωποι να ανταποδώσουν την καλοσύνη. Να πληρώνουν την αγάπη, με μίσος.
Και έτσι, επειδή μου έδειξες την άλλη πλευρά του νομίσματος, διεκδικώ να σε πονέσω! Διεκδικώντας μια στιγμή ευτυχίας ακόμα και αν δεν είναι κόκκινη. Διεκδικώντας ό,τι δεν μου χάρισες ενώ εγώ σου χάρισα απλόχερα.
Διεκδικώντας να νιώσεις το φόβο. Και θα το πετύχω. Γιατί όταν το δεδομένο αποφασίσει να φύγει, θα τα γκρεμίσει όλα.
Και θα σε γκρεμίσω μάτια μου, θα σε γκρεμίσω όπως με γκρέμισες. Θα σε γκρεμίσω φεύγοντας, ισοπεδώνοντας και ξεριζώνοντας από εσένα κάθε τρυφερότητα που σου χάρισα.
Θα σε πληγώσω αφήνοντάς σε κενό! Όπως μου έκανες. Με το ίδιο νόμισμα!