Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Θυμάσαι – αλήθεια – εκείνη την ηλιόλουστη ημέρα, κάπου στα μέσα Ιουλίου, που κάναμε κοπάνα απ’ τις δουλειές μας, ανεβήκαμε στη μηχανή και πήγαμε,αυτή τη βόλτα στη θάλασσα, που επί μήνες σχεδιάζαμε;
Ή εκείνο το Σαββατόβραδο, λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, που καταφέραμε – επιτέλους – να το περάσουμε μαζί, μέχρι που μας βρήκε άυπνους κι αγκαλιασμένους το ξημέρωμα;
Ή τότε, αρχές φθινοπώρου , που παραιτήθηκα από τη δουλειά μου – μην αντέχοντας άλλο την ψυχολογική πίεση (σου είχα μιλήσει λίγο για το πόσο δύσκολα περνούσα… δεν είχε βρεθεί όμως χρόνος, για να το συζητήσουμε αναλυτικά) και γεμάτη φόβο για την επόμενη μέρα, σου τηλεφώνησα κι ήρθες αμέσως να με συναντήσεις;
Θυμάσαι, που με κράτησες σφιχτά στην αγκαλιά σου και μου έλεγες πως την επόμενη μέρα, μα και κάθε επόμενη μέρα, θα είσαι δίπλα μου και θα διώχνεις όλους μου τους φόβους; Πες μου! Τα θυμάσαι όλα αυτά; Όχι, φυσικά, αφού ποτέ δεν τα ζήσαμε… Αφού ποτέ δεν είχες χρόνο!
Ποτέ δεν είχες χώρο! Αφού ποτέ η ανάγκη μου να σε ζήσω λίγο περισσότερο, δεν έγινε και δική σου ανάγκη! Ποτέ δε μ’ άφησες να σταθώ δίπλα σου, να κλείσω τα μάτια και να νιώσω – για μια στιγμή μονάχα – πως σταμάτησε ο χρόνος. Θα σου θυμώνω πάντα, για τις στιγμές που μου ‘κλεψες, πριν καν μου τις χαρίσεις. Θα σου θυμώνω πάντα, για τις φορές που σε περιμένω και δεν έρχεσαι.
Μα πιο πολύ θα σου θυμώνω, γιατί δε θυμάμαι πια, πώς έμοιαζαν τα μάτια μου, κάθε φορά που σε κοιτούσαν… Γιατί δε θυμάμαι πια, πώς είναι να λαχταράει η ψυχή… Γιατί, τώρα πια ξέρω, πως καμιά άνοιξη, δε θα μοιάζει μ’εκείνη, τη δική μας άνοιξη και καμιά εποχή του χρόνου δε θα σε φέρει πίσω.