Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
Χιλιοπαιγμένα έργα με διαφορετικούς συμμετέχοντες και ένα τέλος, που το ξέρεις ήδη από την αρχή που ξεκίνησε.
Διάλογοι δίχως φαντασία, που πολλές φορές νομίζεις ότι τους έχεις ακούσει ξανά και απλά κουνάς το κεφάλι σου, περιμένοντας να ακούσεις την τελική ατάκα, που οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα.
Ερωτικά σκηνικά, που περιορίζονται σε τετριμμένες συνευρέσεις, με σκοπό την σεξουαλική ανακούφιση και την επιβεβαίωση μίας κουρασμένης υπόστασης, έχοντας κοντινή ημερομηνία λήξεως, όσο και η συναισθηματική τους κενότητα.
Καλοστημένα ψέματα, που έχουν σκοπό να σερβίρουν ένα πλούσιο γεύμα προσδοκίας, για να γεμίσουν τον ουρανίσκο τους με την στριγγιά γεύση της εφήμερης ευτυχίας, να σκεπάσουν για λίγο την αμφισβήτηση και να χωνέψουν κάποια παλιά τραύματα.
Φαντάσματα, που κινούνται σε υποτιθέμενες σχέσεις, ενώ δεν έχουν κανένα σκοπό να δεσμευτούν, διότι ακόμη έχουν τις αλυσίδες του παρελθόντος να τους βαραίνουν και να τους κρατούν δεμένους με αυτό.
Μοναχικοί “ήρωες”, που μετά την έξοδο του Μεσολογγίου, από “βαρύτιμες φυλακές”, δεν έχουν κανένα σκοπό να χαρίσουν το πολύτιμο αγαθό της ελευθερίας τους σε κανέναν και σαν ελεύθεροι σκοπευτές, χτυπούν και φεύγουν.
Φεύγουν γρήγορα, για να κρυφτούν στον προμαχώνα ασφαλείας τους, έως ότου το επόμενο θύμα μπει στο στόχαστρο τους, για να το προσθέσουν στον τοίχο με τα τρόπαια τους.
Περιπλανώμενοι μουσικοί της αγάπης, ανεξάρτητοι και εναλλακτικοί τροβαδούροι, που τα τραγούδια τους, περιορίζονται όσο και το φως που τους λούζει σε κάθε νέα παράσταση, που ενώ μαγεύει την ψυχή, στο τέλος σου αφήνει την αίσθηση της απώλειας και του ανεκπλήρωτου.
Φόβος για συνύπαρξη και μια αποπομπή ευθυνών, έχοντας μόνο σχέδια για ηρεμία, καλοπέραση, όμορφη ζωή και εναλλαγές συντρόφων, για να μην υπάρξουν οι μετέπειτα ευθύνες, που θα τους έφερναν στη δύσκολη θέση για να απολογηθούν.
Έτσι κατάντησε η αγάπη και χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά πνίγονται από ανεξήγητα “γιατί”. Ψάχνουν να βρουν τους λόγους, κάνοντας ψυχοθεραπείες και καταλογίζοντας ευθύνες μέχρι και στον εαυτό τους, αδυνατώντας να καταπιούν το προφανές. Δύσκολη η αποδοχή, το χάπι φαντάζει σαν δηλητήριο, όμως τα γεγονότα το καθιστούν απαραίτητο.
Χάθηκε η αγάπη. Χάθηκε η συντροφικότητα. Έγινε βορά στην ταχύτητα, στην προχειρότητα, στην αναισθησία και στο βόλεμα.
Θυσιάστηκε στον εγωισμό, στην φτηνή εξαργύρωση και στην επιφανειακή ευχαρίστηση. Πουλήθηκε στο χρήμα και στη σκοπιμότητα, που την βάφτισαν αδυναμία και ρομαντική σαχλαμάρα.
Κανένα βάθος πλέον και το ψέμα και η υποκρισία έγιναν λάβαρα, που τα σηκώνουν αβίαστα, όλοι εκείνοι που δεν θέλουν κανένα ζόρι στη ζωή τους. Καμία ευθύνη, επειδή πιθανόν σήκωσαν πολλές και κουράστηκαν.
Επειδή δεν χρειάζονται ανθρώπους για να προχωράνε μαζί, αλλά πλάτες για να τις πατούν και να ανεβαίνουν στην σκάλα των επόμενων στόχων τους, δίχως να τους προβληματίζει κανένα βάρος, εκτός από το λίπος της αδιαφορίας τους!
Όμως θα μείνουν για πάντα στην επιφάνεια, παλεύοντας να πάρουν ανάσα, σε μία ζωή που δεν ξέρουν ακόμη αν τους φτάνει ο αέρας που αναπνέουν ή αν πρέπει να κρύψουν το κεφάλι τους κάτω από το νερό.
Σε μία ζωή καταδικασμένη στην ανυπαρξία και στην ασφυξία, που θα είναι η πικρή τους κατάληξη.