Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Ξέρεις, μερικές φορές, το παραμύθι στο οποίο μας θέλουμε να πρωταγωνιστούμε δεν μας βγαίνει έτσι όπως το φανταζόμασταν.
Μερικές φορές, δεν έχει αίσιο τέλος· δεν “ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”.
Ορισμένες φορές, έχει αντίθετο τέλος του “ονειρικού” και σταματά η ιστορία πριν τελειώσει το βιβλίο· πρόωρα, νομίζουμε.
Κάποιες φορές, κοιτάμε τις επόμενες, λευκές σελίδες και φοβόμαστε το άγνωστο, το “δεν ξέρω” και ξέρεις πολύ καλά τι κάνουμε τότε.
Γυρνάμε πίσω τις σελίδες και διαβάζουμε ξανά εκείνα τα κομμάτια που έκαναν το παραμύθι να φαντάζει όνειρο γλυκό και ατελείωτο. Ξέρεις, τότε που το τέλος της ιστορίας είχε όση απόσταση έχει από το παρόν αυτό της ζωής μας.
Διαβάζουμε ξανά και ξανά αλλά, το ξέρεις κι εσύ, οι αναμνήσεις δεν γίνονται πραγματικότητα στο παρόν.. και τα κάνουμε λίγο σαλάτα κάπου εκεί.
Ανάμεσα στον φόβο του αγνώστου του τι θα γράψουν μετά αυτές οι λευκές σελίδες και την συνειδητοποίηση πως αυτό που εμείς νομίζαμε πως είναι το θέμα του βιβλίου μας είναι τελικά απλά ένα κεφάλαιο, καταβάλουμε τόση προσπάθεια να δώσουμε συνέχεια στο κεφάλαιο αυτό.. και γράφουμε μόνοι μας, σαν τους τρελούς.
Γράφουμε ύστατες προσπάθειες.
Λύσεις στα προβλήματα που “έκαναν την ιστορία μας ένα απλό κεφάλαιο”.
“Τώρα θα τα φτιάξω όλα!”, νομίζουμε ολόψυχα.
“Θα το κάνω εγώ ιστορία το παλιοκεφάλαιο. Θα τελειώσει όταν θελήσω εγώ”, λέμε ενόσω γράφουμε πεισμωμένα.
Και γράφουμε. Νομίζουμε.
Μουτζούρες και μαλακίες!
Αυτά “γράφουμε”. Αυτά που, αν μείνουν, τα προσπερνάμε όταν ξαναδιαβάζουμε αυτό το κομμάτι αργότερα γιατί δεν βγάζουν νόημα. Και λέω “αν μείνουν” γιατί στην ύστατη ανάγνωση, εκεί που η ζωή μας έχει γίνει εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη κάτω από ένα και μόνο εξώφυλλο, ο τελικός επιμελητής της ιστορίας μας που λέγεται «Εμπειρία», θα τις σβήσει αυτές τις μαλακίες.
Όταν κάτι τελειώνει, τελειώνει. Και, ακόμη και σε βαθιά άρνηση να βρισκόμαστε, το ξέρουμε, ακόμη βαθύτερα μέσα μας.
Ξέρεις πολύ καλά ποια είναι τα προβλήματα που μας ωθούν στην συνέχεια πεθαμένων κεφαλαίων..
Την ελπίδα μας, την χρησιμοποιούμε λάθος.
Αντί να ελπίζουμε πως οι επόμενες σελίδες θα γράψουν κάτι ομορφότερο, καλύτερο, πιο γεμάτο και κάτι που να μας ταιριάζει, ελπίζουμε να μην τελειώσει αυτό που ήδη ζούμε, το γνώριμο.
Τον φόβο μας, τον ακουμπάμε σε λάθος μέρος.
Αντί να φοβόμαστε μην επαναληφθεί το ό,τι έφερε το κεφάλαιο στο τέλος του με το να το συνεχίσουμε, φοβόμαστε το επόμενο κεφάλαιο, το άγνωστο.
Αλλά, ξέρεις, ακόμα κι αν εμείς δεν το αποδεχτούμε ποτέ, η ζωή έχει τους τρόπους της να επιβάλλει τις αποφάσεις της. Όσο και να μουτζουρώνουμε εμείς πεισματικά.
Ό,τι, μα ό,τι κι αν κάνουμε, όταν έχει τελειώσει κάτι, έχει τελειώσει και δεν αλλάζει αυτό που να κωλοχτυπιόμαστε καταγής! Μόνο του δίνουμε παράταση· παράταση που δεν αξίζει κιόλας.
Κλείνοντας, θα μας κάνω κάποιες ερωτήσεις· ρητορικές κατά βάση.
Δεν είναι λίγο τραγικό να δίνουμε για τίτλο στο βιβλίο της ζωής μας αυτόν ενός απλού κεφαλαίου;
Δεν είναι λίγο υποτιμητικό, ως προς την αξία μας, να θέλουμε να ορίζει ένα απλό και μόνο κεφάλαιο το παρελθόν και το μέλλον μας;
Δεν είναι χαζό να καθυστερούμε τα επόμενα κεφάλαιά μας για κάτι που, σαν ληγμένο προϊόν σε super-market, έχει απλά ξεχαστεί στο ράφι του παραπάνω απ’όσο του έπρεπε;
Και, ακόμη χειρότερα, δεν είναι ηλίθιο να χαλάσουμε τα επόμενα κεφάλαιά μας, ή έστω το αμέσως επόμενο, με το να αυτοχειροκροτούμαστε που “δεν πετάμε κάτι που έχει χαλάσει”, κάνοντας παράλληλα σαλάτα το μέλλον μας με αυτά τα ληγμένα υλικά;
Καιρός δεν είναι να γυρίσεις σελίδα κι εσύ; Ή μήπως χρωστάς το μέλλον σου κάπου;