Γράφει η Δήμητρα Διακάκη
Και κάπως έτσι η ώρα πήγε 12.
Λένε πως αυτήν την ώρα βγαίνουν τα φαντάσματα.
Μούφες.
Εγώ ποτέ δεν τα φοβήθηκα τα φαντάσματα, ίσως γιατί ήξερα ότι ήταν ψεύτικα.
Κι εγώ έχω μάθει στα αληθινά.
Έτσι λοιπόν, αυτήν την ώρα φοβάμαι μόνο τις σκέψεις.
Και τώρα η σκέψη μου είναι σε σένα.
Και δεν με θυμώνει ότι πάλι σε σκέφτομαι, με εκνευρίζει αυτό το καρδιοχτύπι που με πιάνει, σαν να είναι η πρώτη φορά που με φίλησες.
Τι θυμήθηκα τώρα…
Κι έτσι σκάνε σκέψεις-αναθεματισμένες- στο μυαλό.
“Τι κάνει?”, “Πού είναι?”, “Είναι μόνος του?”, “Με παρέα?”, “Τι παρέα?”
Κάτι χαζές σκέψεις..
Όχι δεν είναι ζήλια, στο ορκίζομαι…
Και σκέφτομαι.. (Πολύ σκέφτομαι τελευταία είν’ η αλήθεια.)
Κι ας ξέρω πως κάθε φορά θα το μετανιώνω.
Την επόμενη κιόλας μέρα θα το έχω μετανιώσει.
Ναι. Την επόμενη μέρα!
Ξέρεις πόσα βράδια έχω μετανιώσει;
Κι όμως τα επαναλάμβανα κάθε φορά.
Κάθε φορά..
Και ξανά στα ίδια..
Αλλά σαν να με κούρασαν τα ίδια..
Και σαν να με κούρασαν και οι σκέψεις.. Και σαν να με κούρασες κι εσύ.
Και σκέφτομαι..
Πάλι σκέφτομαι.
Και η ώρα πέρασε.
Και τα φαντάσματα έφυγαν.
Και μαζί κι εσύ.