Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Μια τυχαία συνάντηση ή όχι, δεν ξέρω δεν μπορώ να φανταστώ πλέον μετά από τόσο καιρό.
Έπαψα να τα πιστεύω αυτά. Καθόμασταν με την παρέα σε ένα γνωστό παραλιακό ταβερνάκι φίλου και τα γέλια μας ακούγονταν ένα τετράγωνο παρακάτω, αφού να φανταστείς γέμισε το μαγαζί από κόσμο που ήταν περίεργος από την όμορφη φασαρία μας.
Η ώρα είχε περάσει και ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε ώσπου, ώσπου με την άκρη του ματιού μου λίγο παρακάτω είδα ένα γνώριμο πρόσωπο από το παρελθόν να έρχεται προς το μέρος μου.
Στην αρχή πίστεψα πως άρχισα να ονειρεύομαι στην ξύπνιο μου η έφταιγε η κατανάλωση αλκοόλ όμως όσο πιο πολύ κόντευες άλλο τόσο και πιο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου. Σε αντιλήφθηκε μάλλον πρώτη.
Μπήκες μέσα χαμογελαστή χαιρέτησες όπως πάντα ευγενικά την παρέα, και τελικά ήρθε και η δική μου σειρά. Τράβηξα μια άδεια καρέκλα δίπλα μου για να μάθω τα νέα σου. Κουρασμένη από το περπάτημα δεν έχασες την ευκαιρία και έκατσες.
Ήθελες και εσύ να μάθεις νέα και ήταν η τέλεια ευκαιρία. Ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες όπως τότε που είχαμε πρωτογνωριστεί. Κατάλαβα πως πεινούσες και σου παράγγειλα το αγαπημένο σου γεύμα.
Τα παιδιά είχαν ώρα που έφυγαν και έτσι μου ζήτησες να σου το φτιάξω εγώ, σου άρεσε όπως το μαγείρευα. Ο Μανώλης είχε ψώνια να κάνει για την επόμενη ημέρα, οπότε έκλεισε τα φώτα από το μαγαζί και μας άφησε μόνους στην κουζίνα.
Έφαγες και δεν σταμάτησες να μιλάς όλη την ώρα και εγώ χαιρόμουν που ήσουν καλά, χαιρόμουν που μετά από τόσα χρόνια σε έβλεπα να χαμογελάς και να μιλάς με την ψυχή σου. Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να φύγεις, δεν ήθελα, ούτε και εσύ ήθελες όμως έπρεπε. Ανταλλάξαμε ευχές και με μια χειραψία σε αποχαιρέτησα όμως και εσύ.
Θυμάμαι όμως την τελευταία μας φορά πόσο πολύ ήθελα να σου δώσω ένα φιλί όμως δεν τα κατάφερα. Και πάλι σε είδα, και πάλι δεν σε φίλησα. Αυτό σκεφτόμουν βλέποντας σε να απομακρύνεσαι.