Γράφουν ο Τριστάνος και η Κωνσταντίνα Σταμπουλή
“Ξεχύθηκα σε μια θάλασσα μάγισσα, περιπλανώμενη στα νερά της, αποφασισμένη να διεκδικήσω τις ανάσες, που με τη βία μου στέρησαν οι βραχνάδες.
Ήμουν πιο έτοιμη από ποτέ, να της επιτρέψω να με αποπλανήσει και να με ξεβράσει ξεδιάντροπα, όπου εκείνη θελήσει…
Γυμνή απ’ τα “πρέπει” – που πρώτα εκείνα με πρόδωσαν – γυμνή από σκέψεις, που τις παράτησα μέσα της, να βραχούν, να πνιγούν, να σβήσουν!
Σε είδα μονάχο σου ν’ αποχαιρετάς τις τελευταίες σταγόνες της κι αυτή η μάγισσα – με την απέραντη δύναμή της – θαρρείς και με πέταξε μπροστά σου και με λίκνισε σαν μαριονέτα, που είχε να δώσει μία παράσταση για να κερδίσει την πνοή που της έλειπε κι έτσι παραμυθένια, ν’ αρχίσει να θυμίζει άνθρωπο.
Πλανεύτρα η όψη σου, δεν άφηνε περιθώρια να της αρνηθώ, δεν άφηνε περιθώρια να της αντισταθώ. Έκλεψα το φιλί σου κι αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσουν απ’ την αιώνια λήθη τους, πόθοι και πάθη.
Κορμί που θα το ζήλευαν και Θεοί, φωνή που θα ενεργοποιούσε κι έναν ανέραστο κι ένας λόγος ανέλπιστα ωραίος, ήταν το τρίπτυχο, που με βοήθησε να πακετάρω και την τελευταία μου αναστολή και να την στείλω να χαθεί στη νύχτα.
Δεν ήθελα τ’ όνομά σου να μάθω κι αν το’ πες πολλές φορές…δεν το άκουσα. Καμιά οικειότητα δεν ήθελα να με μπλοκάρει και να μου δημιουργήσει την όποια αίσθηση ντροπής.
Πλήρως απελευθερωμένη, λες και δυο άτομα υπήρχαν μονάχα σ’ ολάκερη την πλάση – εσύ κι εγώ – σχεδόν ξέχασα τη γλώσσα μου στο δέρμα σου επάνω.
Το στόμα σου στ’ αυτί μου, τα χέρια μου στα εχέμυθα βράχια, το σώμα σου ηλιοκαμμένο, καυτό, κολλημένο πάνω στο δικό μου, ρουφούσε τη δροσιά μου, τα υγρά μου….μάρτυρες μιας εσωτερικής λειψυδρίας, που πρόδιδαν όλα όσα δεν χρειαζόταν να ξέρεις για μένα.
Πλεγμένα χέρια, μπλεγμένα κορμιά, πεσμένα χάμω, ενώθηκαν με τη θάλασσα, που τη βάλαμε στο παιχνίδι, μη τυχόν και ζηλέψει και θελήσει να μας εκδικηθεί, για όλα όσα τολμήσαμε να κάνουμε μπροστά της.
Ήθελα να σε κάνω να με θυμάσαι για πάντα, να πιστεύω κι εγώ ότι έχω ύπαρξη και δεν είμαι μια ζωντανή – νεκρή. Άκουσες όσα δεν θα’ λεγα σε κανένα κρεβάτι και πήρες από εμένα όσα δεν θα’ δινα σε κανέναν.
Φούλαρα με αυτοπεποίθηση όταν σε είδα να σπαρταράς από ηδονή και όταν η πάλη έλαβε τέλος, βούτηξα ξανά στο νερό, αφήνοντάς σε πιο στεγνό από ποτέ!
Δεν σε ξαναβρήκα ποτέ μου, γιατί δεν είχα τίποτα παραπάνω να σου κάνω, τίποτα περισσότερο να σου πω. Στα’ δωσα όλα και πήρα ζωή.
Ξέρει αυτή η “μάγισσα” από δικαιοσύνη…
“Ήταν από εκείνα τα απρόσμενα παιχνίδια που παίζει η ζωή. Μία συνάντηση δίχως πριν και μετά, που έμελλε όμως να με σημαδέψει για πάντα. Μία σκηνή που δεν θα την ξεχάσω όσο ζω, αφού κρατάει τα σκήπτρα της πιο παράξενη ερωτικής μου ένωσης.
Την ώρα που το σούρουπο έδινε την θέση του στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα και ενώ τα χρώματα έβαφαν τον ουρανό, σαν νεράιδα του παραμυθιού αναδύθηκες από μια κατακόκκινη θάλασσα, που είχε βαλθεί να αποτυπώσει το απόκοσμο χρώμα του.
Στην αρχή πίστεψα ότι ήσουν μια ψευδαίσθηση, που δημιουργήθηκε σε αυτήν την ερημική παραλία, την ώρα που η ατμόσφαιρα έμοιαζε με προοίμιο ερωτικής καταιγίδας.
Ανακάθισα, γυμνός από ρούχα και από οριοθετημένες συστολές της ζωής. Ξέχασα εκείνη την ώρα ποιος ήμουν, με ποια ήμουν, τι ρόλους και ταμπέλες είχα αναλάβει.
Με κοίταξες στα μάτια, με έναν πόθο που διαπέρασε το κορμί μου και το κόκκινο τύλιξε τα πάντα. Το σώμα σου έσταζε αρμύρα και έμοιαζε με φλόγα που κινείται, έτοιμη να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της.
Δεν ρώτησα ποια είσαι, γιατί ήρθες, γιατί εμένα, τι δαίμονες σε κυνηγούσαν; Ήμουν άντρας και ήσουν γυναίκα. Έσταζες έρωτα και καύλα και ζωώδες ένστικτα κατέκλυσαν το μυαλό μου.
Δε μιλούσαμε, μόνο οι χτύποι της καρδιάς άρχισαν μια φρενήρη κούρσα, σαν τους αντιπάλους σε μια επερχόμενη φονική αναμέτρηση. Και ο ερωτικός πόλεμος ξεκίνησε!
Χύθηκες πάνω μου, σαν λάβα που ορμητικά κατακαίει ό,τι βρει μπροστά της. Με φίλησες, σα να είχες να πάρεις ανάσα αιώνες – κλεισμένη σε φυλακή. Δάγκωσα τα χείλη σου με μανία και πίεσα τα στήθη σου με όλη μου τη δύναμη, προσπαθώντας ανάσες έρωτα να δώσω στο στέρνο σου.
Άναρθρες κραυγές έσκισαν τη νύχτα, που κατάπληκτη έκανε χώρο για τους τρελούς εραστές. Με παρακαλούσες με τα μάτια να μπω μέσα σου, όμως σαν δήμιος της επιθυμίας σου, απέτρεψα κάθε διείσδυση. Δεν θα στο έκανα τόσο εύκολο…
Απότομα σε γύρισα και έπεσα από πάνω σου. Η γλώσσα μου ταξίδεψε παντού στο κορμί σου. Η αλμυρή σου γεύση σε συνδυασμό με τα υγρά σου – που γέμιζαν το χώρο – πυροδότησε μια απύθμενη τρέλα.
Δάχτυλα, νύχια, χέρια, φαντασία, πόθος και δάκρυα, πυρετωδώς δούλευαν χωρίς αρχή και τέλος. Ηδονές ανείπωτες και λέξεις που θα έκαναν όλα τα αυτιά να ντρέπονται, κυριάρχησαν στην καυτή άμμο.
Εκλιπαρούσες να μπω μέσα σου. Παρακαλούσες να σε λυτρώσω. Πονούσα από την επιθυμία να σε κάνω δική μου, όμως μια σαδιστική σκέψη να υποφέρεις, δεν με άφηνε.
Αγρίμι σωστό, σάρωνες την ύπαρξη μου. Μια θύελλα που με χτυπούσε αλύπητα, μέχρι να καταπιεί αυτό που χρειαζόταν για να ηρεμήσει.
Και τότε, χάθηκα μέσα σου. Την ώρα που η πλάση κρατούσε την ανάσα της. Στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί που κανείς δεν μπορεί να μπει ξανά, χωρίς αλώβητος να μείνει.
Τώρα δύο κύκλοι ενώθηκαν. Δύο ζωές κατέρρευσαν, στην αίσθηση αυτή που σκίζει τα σωθικά και η καύλα καλύπτει κάθε αμφιβολία, κάθε καθωσπρεπισμό.
Μια συναυλία αισθήσεων, με μαέστρο τα μάτια σου και όργανα τα χείλη, τα χέρια, τους αναστεναγμούς και δυο σώματα που καίγονταν.
Ξανά και ξανά, μέχρι να χαραχθούν ανεξίτηλα οι στιγμές. Μέχρι οι ήχοι των φωνών να σπάζουν και να αρχίζουν πάλι. Μια παλέτα, που ζωγραφιζόντουσαν σκηνές, που κανένα μυαλό δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Δεν μέτρησα πόσες φορές πλημμύρισα την ύπαρξη σου με το “είναι” μου. Δεν λογάριασα τα σημάδια που άφησες ορατά παράσημα πάνω μου. Την μυρωδιά, που πότισες σε κάθε ερωτογενή ζώνη του σώματος μου – που ακόμη με βασανίζει με τη θύμηση της.
Απλά αφέθηκα στην μαγεία του έρωτα σου.
Μια στιγμή, μια ζωή!
Έτσι ήρθες ξαφνικά και έτσι έφυγες και έμεινα να σε ψάχνω για όλη μου τη ζωή.
Και τι δεν θα έδινα, για να σε ξαναζήσω!