Γράφει η Πένυ Σίμου
Γνώρισα αυτή την κοπέλα, την Απογοήτευση. Την είδα να μπαίνει σε μια στάση στο λεωφορείο και ένιωσα το ρίγος που προκαλεί η ανάσα της. Δε με είδε. Έκρυψα στο πρόσωπό μου βαθιά στην κουκούλα μου. Σκέφτηκα, “αν κοιτάξεις στα μάτια της, έχασες”. Οπότε τα σφράγισα δυνατά. Έκανα τις παλάμες μου γροθιές και μέτρησα τις αναπνοές μου.
Δεν είναι μεγάλη γυναίκα, όχι. Οι γυναίκες έχουν κύρος, έχουν αριστοκρατία, κοιτούν μπροστά με το κεφάλι ματωμένο και δε λυγίζουν. Είναι ένα μικρό κοριτσάκι, τόσο μικρό και αδέξιο. Δε ξέρει πως να χειριστεί τίποτα. Και έτσι, αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον κατήφορο. Κουράζεται εύκολα καθώς προσπαθεί και τα παρατάει πολύ γρήγορα. Βρίσκει κάτι που την ενθουσιάζει αργότερα, κουράζεται και πάλι. Δε ξέρει πως μονάχα η αποτυχία θα τη φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Παίρνει τη ζωή πολύ σοβαρά, ενώ εκείνη είναι για γέλια και φιλιά. Πιστεύει πως η ζωή είναι ένα σακί με σάπιο κρέας, έτοιμο για τα σκουπίδια. Αλλά η ζωή, πραγματικά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα καπρίτσιο. Και τι κάνεις με τα καπρίτσια; Ή τα πραγματοποιείς ή τα κάνεις να σωπάσουν.
Δε φορούσε μαύρα. Ήταν γεμάτη χρώματα. Το μαύρο είναι ειλικρινές χρώμα και εκείνη δεν είναι ειλικρινής. Το μαύρο είναι βαρύ και έχει ουσία. Εκείνη δεν έχει απολύτως τίποτα. Κάλυψε το κενό της υπόστασής της στα χρώματα. Χρειαζόταν προσοχή, αν και ήξερε πως ούτε αυτό θα έφτανε. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κοτσίδα και τα μάτια της φώτιζαν καταγάλανα μέσα στο ωχρό πρόσωπό της.
Περπατούσε κατά μήκος των θέσεων στο λεωφορείο και γύριζε το κεφάλι δεξιά ή αριστερά επιλεκτικά. Η γοητεία της ήταν τόσο μεγάλη, που τα πρόσωπα των επιβατών γυρνούσαν σαστισμένα και κάρφωναν το βλέμμα τους στο δικό της. Δε χαμογέλασε ούτε λεπτό, το ίδιο και οι επιβάτες. Απλά αναστέζαναν βαριά, μόλις έφευγε από μπροστά τους. Τα μάτια τους σκοτείνιαζαν και τα χέρια τους έπαιζαν νευρικά σε ένα ρυθμό, που κανείς τους δεν άκουγε πραγματικά.
Δεν είχαμε μείνει πολλοί εκεί μέσα ανέγγιχτοι. Την ένιωθα να πλησιάζει, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Η κουκούλα μου δεν έφτανε πλέον για να με κρύψει. Ένα σχολιαρόπαιδο καθόταν δίπλα μου. Κουρασμένο, με ένα σακίδιο πλάτης αγκαλιά, γεμάτο περιττές γνώσεις. Κουνούσε το κεφάλι του ρυθμικά και κοιτούσε χαμένος έξω από το παράθυρο. Γύρισε απότομα προς το μέρος μου, ενώ η Απογοήτευση στεκόταν ακριβώς δίπλα μου. Σηκώθηκε από τη θέση του, άρπαξε το χέρι της και της είπε με νεύρο στη φωνή “Πήγαινε να απογοητεύσεις κάποιον άλλο, κοριτσάκι. Εμείς είμαστε εντάξει”. Η Απογοήτευση κατέβασε το κεφάλι και χαμογέλασε. Ψιθύρισε “Ευχαριστώ” και αποβιβάστηκε στην επόμενη στάση.
Το αγόρι ακούμπησε τα σταυρωμένα μου χέρια που έτρεμαν. Τραβήχτηκε στη θέση του και συνέχισε να κουνάει το κεφάλι του ακριβώς όπως πριν. Τα παιδιά. Κανείς δεν αλλάζει τον κόσμο όπως τα παιδιά. Κανείς δυνατότερος από το πείσμα και το σθένος που κρύβουν τα παιδιά.