Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Πόσο άλλαξαν οι ζωές μας; Πόσο μακρινά φαίνονται στα μάτια μας, οι αγκαλιές και τα λόγια αγάπης;
Τα λόγια σεβασμού και θαυμασμού.
Θυμάσαι άραγε;
Να ήξερες πόσα τραγούδια έβαζα, πόσες σκέψεις μου άφηνα ελεύθερες για να τις διαβάζεις.
Μόνο που δεν έμαθες ποτέ όλα όσα κράτησα μέσα μου, από φόβο μη σε χάσω.
Πόσα ανείπωτα έπνιξα μέσα σε χιλιάδες “δεν πειράζει” και σε άλλα τόσα “όλα καλά”.
Πόσο προσπάθησα να μην λυγίσω και να μην σου δείξω την ευάλωτη πλευρά μου. Να μην φοβηθείς και τρέξεις μακριά μου.
Άραγε ένιωθες τον τρόμο μου;
Άραγε κατάλαβες ποτέ πως για εμένα ήσουν στο πιο ψηλό σκαλοπάτι; Όσο κι αν εσύ σε έβλεπες μικρό, για εμένα ήσουν θεόρατος. Κι εγώ γεμάτη δέος και θαυμασμό για εσένα.
Ναι, αυτές είναι οι καταλληλότερες λέξεις. Θαυμασμο, λατρεία και δέος.
Κι ό,τι έμεινε από εσένα, είναι πια μια μακρινή σκιά που αχνοφαίνεται όταν κάπου κάπου σε φέρνω στη θύμισή μου.
Εκεί, στο γνωστό μέρος, που κάθεσαι, με ένα ποτήρι ουίσκι στα χέρια και τη μουσική να σε συνεπαίρνει.
Να ακούς Μητροπάνο και να κοιτάς το κινητό σου.
Σε ποια μονοπάτια κύλησε πάλι η ψυχή σου; Ποια πλανεύτρα νύχτα σε έκλεισε στην αγκαλιά της;
Πόσα “σ’αγαπώ” μοίρασες και πόσες ψυχές πλάνεψες για να ξεγελάσεις την δική σου και να μη σου θυμίζει πόσο μόνη είναι;
Άραγε θυμάσαι ότι στον έρωτα δεν μπορείς ούτε να κρίνεις ούτε να κριθείς;
Τους είδα τους φόβους σου, έναν έναν.
Τους ένιωσα.
Βλέπεις ό,τι ενώνει δυο ανθρώπους με τη δική μας ιστορία, είναι η ενσυναίσθηση. Εκείνη η στιγμή που εσύ δεν ονοματίζεις τους φόβους σου, αλλά εγώ τους νιώθω.
Κι έτσι ένιωσα όταν φοβήθηκες το δέσιμο. Και σ’άφησα να αναπνεύσεις.
Φοβήθηκες την αγάπη, κι έτσι έμεινα να αγαπάω για δυο.
Αν ήξερες τις φορές που μπήκα στη θέση σου, που ένιωσα τους φόβους σου, που έγινα εσύ, στη θέση σου, θα τρόμαζες.
Και τώρα;
Τώρα που εγώ είδα την αλήθεια μου, τώρα που εγώ άρχισα να αγαπάω εμένα, που αποδέχτηκα, αγάπησα, λάτρεψα τις ατέλειές μου, τώρα ξύπνησα από το λήθαργο.
Με ξύπνησε εκείνο το κόκκινο μπαλόνι που έσπασεε κι έκανε το ψέμα να τρέχει να κρυφτεί από ντροπή.
Τώρα πια, ξέρω πως δεν με αγάπησες, γιατί δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό σου.
Τώρα πια, δεν έχω θυμό ούτε καν λύπη.
Μόνο που δεν πρόλαβα να σου πω ένα “ευχαριστώ” γιατί στην προσπάθειά μου να καταλάβω και να αγαπήσω εσένα, γνώρισα εμένα.
Αγάπησα εμένα.
Απέκτησα ενσυναίσθηση.
Κατάφερα να μην νιώθω θυμό και να χαίρομαι για όλα εκείνα που συμβαίνουν.
Σε ευχαριστώ λοιπόν, που ήσουν το πολυτιμότερο και το ακριβότερο μάθημά μου. Το δώρο της ζωής μου, εσύ.
Σε ευχαριστώ που με έκανες καλύτερο άνθρωπο.
Σε ευχαριστώ που με έκανες να καταλάβω ακριβώς τι δεν θα ήθελα ποτέ να είμαι.
Και κλείνοντας πίσω μου τον κύκλο, το κάνω με χαμόγελο.
Με ανακούφιση που δεν είμαι πια ούτε υποψία στον κύκλο αυτό.
Τώρα πια, μπορώ να ζήσω με την αλήθεια σου.
Τόσος είσαι, τόσο μπορείς.
Μόνο που αυτό το “τόσο” είναι ελάχιστο.
Εις το επανιδείν..