Γράφει η Λιάνα
Φθινοπώριασε κι άρχισα πάλι να ακροβατώ πάνω στα θέλω μου. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, αναρωτιέμαι που θα βρεθεί η ζέστη που τόσο μου χει λείψει. Που θα κρύβομαι τις νύχτες, που θα αντιμετωπίζω τις σκέψεις μου.
Τελικά η μοναξιά μου, ακόμα κι αυτή, με χαϊδεύει επιλεκτικά πια. Έχει κι ένα άλλο πρόσωπο, σκληρό. Κι όλο μιλάει, κρίνει, πιέζει. Ναι, η πιο πιστή μου φίλη, είναι τόσο αυστηρή που δε μ’ αφήνει να γιατρευτώ, να ξεχάσω. Μόνο υπενθυμίζει τα λάθη, υπογραμμίζει το τι έπρεπε να είχα κάνει, παρουσιάζει τα παλιά ξανά και ξανά. Κι εγώ θέλω μόνο, να ξυπνήσω ένα πρωί και να χω διαγράψει το παρελθόν. Αυτό παλεύω μέσα μου.
Νιώθω τους τοίχους να με εγκλωβιζουν, τις ψεύτικες συναναστροφές να με κουράζουν, τα ηλίθια λόγια να με αηδιάζουν. Κι έχω γίνει μια καρικατούρα του εαυτού μου, βολεμένη σε μια ελπίδα, πως το αύριο, ως δια μαγείας θα είναι καλύτερο.
Και το πιο μεγάλο λάθος που κάνω είναι πως πλέον δειλιάζω. Φοβάμαι να διεκδικήσω και χάνω πολύτιμο χρόνο. Η ίδια διέλυσα την αυτοπεποίθηση μου. Κι όλα αυτά βρίσκονται καλά κρυμμένα, πίσω από έναν υπέρμετρο εγωισμό, καινούργιο μου απόκτημα, που καλύπτει τόσο εξαιρετικά τις αλήθειες μου.
Κι όλα αυτά επαναστατούν μέσα μου, γιατί σ’ αυτή τη ζωή, τη δική μου, τη διαλυμένη, ξαναχτισμένη και πάλι απ’ την αρχή, υπάρχει εδώ και καιρό ένα φως. Μια παρουσία. Σωστή ή λάθος δεν το ψάχνω. Το μόνο που γνωρίζω είναι πως έχει τα κότσια και την αντοχή να γεμίζει το είναι μου με συναισθήματα, να ανέχεται ξεσπάσματα του νέου μου “εγώ” και το σημαντικότερο γίνεται αγκαλιά και χωράει μέσα της λογής λογής φόβους και ανασφάλειες μου. Κι όταν είναι κοντά, αυτόματα η μοναξιά μου συρρικνώνεται και γίνεται μια μικρή κουκίδα, κάπου στον ορίζοντα μου.
Κι αναρωτιέμαι, ρε γαμώτο, αν ποτέ δεν καταφέρω να ξαναγινω ταπεινή κι ειλικρινής, για να παραδεχτώ πόσο σε χρειάζομαι, όταν φύγεις, με ποιον τρόπο θα μου αξίζει να με τιμωρήσω;