Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Ώρα 9:38. Βροχή. Κατακλυσμός. Καρέκλες. Πέντε λεπτά αργότερα να ‘βρεχε, σκέφτομαι. Για πέντε λεπτά εγώ θα βραχώ. Δεν έχω ομπρέλα, κανείς δεν έχει. Ο δρόμος ποτάμι. Οδηγώ. Τα τζάμια θαμπωμένα.
Δεν πρόλαβαν, ούτε κι εγώ πρόλαβα. Σκουπίζω ένα κομματάκι απ’ το παρμπρίζ με τα δάχτυλά μου. Κόσμος βρεγμένος. Δυο παιδιά στη στάση του λεωφορείου, παντελόνια κοντά, μπλούζες κοντομάνικες. Λούτσα. Τσάντες με βιβλία στο κεφάλι προστασία απ’ τη βροχή. Τι να τα κάνεις τα βιβλία όταν η γούνα σου βρέχεται. Καν’ τα καπέλο.
Κάποιος μεσήλικας λίγο πιο κάτω. Περπατάει με βήμα αργό. Δε νοιάζεται. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Βρέχεται, θα βραχεί κι άλλο.
Φτάνοντας στο σπίτι θα στύψει τις κάλτσες του στην εξώπορτα. Πάλι χαρούμενος θα ‘ναι, δε νοιάζεται.
Πιο κει ένας καφετζής. Μαζεύει καρέκλες, σπρώχνει τραπέζια. Να γλιτώσει το βιός του απ’ την καταστροφή. Κι εκείνος βρέχεται και δε νοιάζεται. Τον νοιάζει το ψωμί του. Να βγει και αύριο κι ας βραχεί.
Ένα σουβλατζίδικο. Οι τυχεροί. Μασουλάνε και χαζεύουν τη βροχή απ’ την τζαμαρία. Τι τύχη. Ίσως και να ‘χει σταματήσει όταν θα φύγουν. Χορτασμένοι και στεγνοί.
Μια ομπρέλα. Αγέρωχη περπατά στο δρόμο. Για όλα προνόησε, όλα τα ‘χει λυμένα αυτή να μου το θυμηθείς. Άκου ομπρέλα. Πριν μισή ώρα ήταν χαρά θεού. Ένας ήλιος να με το συμπάθιο.
Άλλοι βρέχονται και δε νοιάζονται, άλλοι θα βραχούν λίγο. Άλλοι προνοούν για να μη βραχούν, άλλοι βρέχονται για κάποιο λόγο. Κι εγώ που ακόμα δεν έχω βραχεί, σκέφτομαι πως θα βραχώ και τρέμω. Σκέφτομαι την τύχη μου.
Το κεφάλι μου το κούφιο που κι άλλη φορά βράχηκα ως το κόκκαλο και δε μ’ άρεσε και δεν το ΄θελα. Καμία ανάγκη δεν το ‘χα. Κοίτα να δεις που χρειαζόταν μια βροχή για να καταλάβω. Πως ο φόβος μου είναι ακόμα εδώ.
Κι η βροχή θα ‘ναι πάντα εδώ. Ένα διάλειμμα θα κάνει και μετά ξαναδώστου. Τουλάχιστον να κάνουμε το μαγικό. Να φεύγει η βροχή και να ‘ρχεται, ο φόβος μόνο να φεύγει.