Γράφει ο Γιώργος Χίτζιος.
Πάνω σε βάρκα φτιαγμένη με νησιώτικο μεράκι,
χαιρετούσαμε της παραλίας το μοναδικό κι αγαπημένο αρμυρίκι.
Το πρώτο, το πιο γλυκό, αξέχαστο φιλάκι,
αλμυρό σαν της θάλασσας φύκι,
κάτω από την σκιά του μού’δωσες, θυμάμαι,
Αυγούστου καυτό μεσημεράκι.
Στα ανοιχτά της Αίγινας -νύχτα πια-
σου κρατούσα τρυφερά το χέρι.
Το φεγγάρι καθρεφτίζονταν σαν γόης Έλληνας,
στης θάλασσας την γαλήνια επιφάνεια.
Το πρόσωπο σου, το πιο λαμπερό απ’όλα, αστέρι.
Γοργόνες, με του βυθού λουλούδια, έπλεκαν στεφάνια.
Στόλιζαν την κουπαστή, την πρύμνη και την πλώρη.
Περήφανος που ένιωθα, πού’χω κι αγκαλιάζω μια τέτοια κόρη,
γονιών που θά’θελα, τα χέρια να φιλήσω.
Τέτοια χάρη, τόση ομορφιά, τη ζήλεψε κάποια θεά.
Του Σεπτέμβρη μέρα μεσημέρι, μίσεψες,
μου άφησες άδεια την αγκαλιά.
Κοντεύει και πάλι καλοκαίρι.
Ανάμνηση οι βόλτες μας χέρι με χέρι στην ακρογιαλιά,
με τα χρυσά σου μακριά μαλλιά,
να ανεμίζουν στο δροσερό, θαλασσινό αγέρι.
Join the discussion