Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
Ξενέρωμα, μία διαδρομή χωρίς επιστροφή.
Ξαφνικά ξυπνάς ένα πρωί και νιώθεις ένα άδειασμα, μία απογοήτευση, ένα κενό, που έρχεται σχεδόν απροειδοποίητα.
Κοινώς, έχεις ξενερώσει.
Εκεί που ήθελες και έκανες τόσα πράγματα για έναν άνθρωπο, έρχεται μια ολοκληρωτική αδράνεια.
Η λαχτάρα χάνεται, η σπίθα εξαφανίζεται, η φωτιά χάνεται και μένουν οι στάχτες.
Κουράστηκες πια, να λες τα ίδια και τα ίδια και να κάνεις υπομονή. Δοκίμασες τόσους τρόπους και έδωσες τόσες δικαιολογίες, διότι τον αγαπούσες αυτόν τον άνθρωπο.
Ένιωθες πράγματα όμορφα και τον ήθελες τόσο πολύ στη ζωή σου. Του το έδειχνες με κάθε τρόπο. Του το έλεγες, προσπαθούσες να τον κάνεις να γελάει, να περνάει όμορφα.
Του έκανες εκπλήξεις, τον φρόντιζες, τον αγαπούσες, το μέλημα σου ήταν να μην του λείπει τίποτα.
Όμως δυστυχώς, όσο υπέροχο και να είναι να αγαπάς, όταν δεν υπάρχει η ανάλογη ανταπόκριση από την άλλη πλευρά, αρχίζεις να κουράζεσαι.
Δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή, μα οι δυνάμεις σου σταδιακά σε εγκαταλείπουν.
Οι μέρες περνούν, τίποτα δεν αλλάζει, όμως εσύ ακόμη “εκεί”, αγαπάς, προσπαθείς, δίνεις τα πάντα γι’αυτόν.
Μέχρι που μια μέρα, γίνεται ένα δυνατό κρακ. Ένα απίστευτο άδειασμα και όλα χάνονται. Ο ίδιος άνθρωπος που λάτρευες, είναι πλέον ένας ξένος.
Νομίζεις ότι είναι κάτι άγνωστο, κάτι που πρώτη φορά βλέπεις. Τα συναισθήματα αδειάζουν και η λογική έρχεται και σου ρίχνει μία μουτζα ξεγυρισμένη.
Δε σε πονάει, δε σε ενοχλεί, δε σε νοιάζει πια. Συνειδητοποιείς πόσο αδιάφορο σου είναι, αυτό που μέχρι πρότινος, σου προκαλούσε πόνο, αγωνία, έρωτα.
Ναι, έτσι νιώθεις. Ας λένε ότι η αγάπη δεν περνάει. Όντως είναι πλέον ένα τίποτα για σένα. Δεν νιώθεις καμία διάθεση να τον κάνεις να γελάει, να κάνεις υπομονή και να πας με τα νερά του, για άλλη μία φορά.
Να ακούσεις τις ίδιες ηλίθιες δικαιολογίες.
Τον βλέπεις, μα δεν τον βλέπεις.
Μιλάει, μα δεν ακούς πια.
Υπάρχει, μα σου είναι τόσο σημαντικό, όσο αν ζουν πιγκουίνοι στην Αρκτική.
Είναι η χειρότερη κατάσταση, που μπορείς να ζήσεις συναισθηματικά. Λέγεται ξενέρωμα, και όταν έρθει, δεν φεύγει ποτέ ξανά.
Εσύ έχεις φύγει.
Θέμα χρόνου πια!