Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα.
Θυμάμαι κάτι απογεύματα, ένα μικρό φωτεινό σπίτι ανάμεσα σε μεγάλες άχρωμες πολυκατοικίες. Θεόρατα κτήρια υπό κατασκευή σαν τα όνειρα των μικρών που συνήθως μένουν ανεκπλήρωτα. Από το μπαλκόνι μπορώ να αγγίξω τα κλαδιά από ένα γέρικο δέντρο.
Από εκεί, σκαρφαλώναμε κρυφά εκείνα τα καλοκαίρια και περνούσαμε κάτι μεσημέρια στο απέναντι μπαλκόνι. Βρέχει από νωρίς αλλά δε μπορώ να καταλάβω αν η βροχή λερώνει το σπίτι. Έτσι κι αλλιώς όλες οι εποχές ξεκινάνε από μέσα μας.
Μια μουσική από το βάθος και αυτή η μελαγχολία της Κυριακής που δεν αντέχεις αλλά αναζητάς με την πρώτη ευκαιρία. Καθισμένοι όλοι γύρω από εκείνη την σόμπα, μυρωδιές από φλούδες πορτοκάλι πάνω σε αυτή να επιμένεις σε μια παιδικότητα που άργησε. Αυτή η θέρμη να σου χαϊδεύει το πρόσωπο σαν μια σκισμένη φωτογραφία που φυλάς μέσα στο πορτοφόλι σου.
Ψάχνω λέξεις να χαϊδέψω αυτό το συναίσθημα, μα δυσκολεύομαι μπροστά στην έντασή του. Αυτή η αμάθεια και το σφίξιμο στο στομάχι, σαν να πηγαίνεις πρώτη μέρα στο σχολείο.
Φευγαλέο βλέμμα στη μητέρα που περιμένει πίσω από τα κάγκελα μέχρι να μπεις στην τάξη. Αυταπάτη πως θα είναι για πάντα εκεί, κάνεις τα ίδια λάθη όπως με όλους. Έχεις μεγαλώσει μα αρνείσαι. Γυρίζεις μανιωδώς σε εκείνα τα απογεύματα, λες και κάποιον θα βρεις.
Υπήρξε ποτέ κανείς;
Σε γέρασαν οι απώλειες, μα έχεις χρόνια να ζήσεις. Κλείνεις τα μάτια να μη δεις, σφίγγεις τα δόντια να μη θυμάσαι, να αποφύγεις. Μα όλα μέσα σου βρίσκονται.
Τα χρόνια περνάνε και εσύ κολλημένη στην ίδια ηλικία· τι να σώσεις; Ίδια η γειτονιά, τα στενά που έπαιζες ακόμα εκεί, μόνο οι άνθρωποι αλλάζουν. Κάτω από εκείνο το σπίτι, έχουν σβήσει τα φώτα.
Έχει αδειάσει από έπιπλα και μέλλον. Αγγίζεις τους τοίχους να καταλάβεις σαν να επαιτείς όσα δεν έζησες. Κάποια δάκρυα σαν τότε, τι απαντήσεις να σου δώσω; Κλείνεις ξανά τα μάτια, κάτι φιγούρες στο βάθος, μα δεν αναγνωρίζεις κανέναν.
Βλέπεις εσένα ίσως σε κάτι γενέθλια, τρέχεις να προλάβεις μα χάνεσαι όσο πλησιάζεις. Σαν την ευτυχία που απομακρύνεται κάθε φορά που επιμένεις. Πώς να γυρίσεις πίσω τον χρόνο;
Έχεις κλειδώσει τις αναμνήσεις, λες και ζωή θα δώσουν. Φοβάσαι πως αν προχωρήσεις, θα αρνηθείς αυτά που είσαι. Βρέχει από νωρίς, τα πόδια μούσκεμα από σκέψεις αλλά δε μπορώ να καταλάβω αν η βροχή λερώνει το σπίτι ή το μέσα μας.
Έχεις μεγαλώσει και το ξέρεις, μα οι επιλογές θυμίζουν όλο και πιο πολύ το τότε. Σαν να προσπαθείς να αναβιώσεις ξανά εκείνα που πέρασαν. Κι όλο αυτό το παίδεμα κρύβει στις τσέπες μοναξιά, μια διαρκής παγίδα που δε σε αφήνει να μοιραστείς.
Κι όποιος έρχεται τον διώχνεις, μη τυχόν αλλάξει την συνήθεια σε ανάσα. Παίρνεις απόσταση για μια στιγμή και μετατρέπεις την άρνηση σε αποδοχή, μη σε κάνει ενοχική ετούτη η απάθεια.
Όταν η μοναξιά σε αγκαλιάζει με χρώμα, γίνεται επιλογή μοναχικότητα λένε.
Θα μείνω για λίγο εδώ, για όσο εκείνα τα απογεύματα να σβήσουν.