Γράφει η Νάγια Γιαννιτσάκη
«Με ρίχνουν τα Χριστούγεννα.»
Κάθε χρόνο η ίδια ατάκα.
Σε ποιόν προκαλούν θλίψη, τα αμέτρητα λαμπάκια, οι μουσικές, τα ξωτικά και οι καλικάντζαροι που έχουν μπεί 100% στο πετσί του ρόλου;
Τα παιδικά γέλια, τα άπειρα ζαχαρωτά που καταβροχθίζονται, τα ατελείωτα ψώνια στην Ερμού.
Εγώ πάντως εχθές, χαμογέλασα σε έναν ξυλοπόδαρο που πέρασε από δίπλα μου.
Με έκανε να σηκώσω το κεφάλι μου ψηλά.
Πάνω από την ευθεία, που με κρατάει απλώς εντός πορείας.
Πόσο καιρό είχα να κοιτάξω ψηλά; Τι όμορφος που είναι ο ουρανός.
Είδες; Τα Χριστούγεννα, ξεχνιέμαι.
Αρχίζω και θυμάμαι ξανά τι έχει σημασία.
Η αγάπη, η ζεστασιά, η ελπίδα, η χαρά, το να μοιράζεσαι.
Νιώθω παιδί.
Πάμε μια βόλτα;
Ναι σε σένα μιλάω. Σταμάτα να γκρινιάζεις πια.
Δε σου λείπει τίποτα και όμως δε χαίρεσαι ποτέ. Πάμε.
Κοίτα την πόλη. Γιορτινή, φοράει ότι πιο λουσάτο υπήρχε στην αγορά για φέτος.
Όλα έχουν στηθεί τέλεια και περιμένουν να γίνουν το φετινό φόντο στα άπειρα post με hashtag #xmas_2021.
Ένα πελώριο δέντρο. Φώτα, αστέρια, στολίδια, χρώματα. Μια φάτνη, αγγελάκια.
Ένας τεράστιος Χριστουγεννιάτικος αρκούδος (που για κάποιο λόγο με τρομάζει).
Δε καταλαβαίνω τι σε ρίχνει.
Τα Χριστούγεννα, φαντάζει ο κόσμος ένα τσικ πιο φωτεινός.
Πιο ζεστός.
Πιο ανθρώπινος.
Πιο…
Πιο πέρα. Χαμηλά. Δίπλα από το καρουζέλ.
Το βλέμμα μου γονάτισε. Καρφώθηκε εκεί.
Σε εκείνη τη κουρελού, τη σχεδόν λιωμένη από την χρήση. Τη τρύπια, τη βρώμικη.
Σε δυο ξεχαρβαλωμένους πάτους παπουτσιών που προεξείχαν από μια τρεμάμενη, κουκουλωμένη μάζα. Δύο πάτοι που καμιά ασφάλεια δεν παρείχαν σε αυτά τα πόδια.
Μόνο μια αίσθηση, ότι δεν είσαι ξυπόλητος.
Καημένε μου. Ίσως βάλθηκες να κοροϊδέψεις το μυαλό σου.
Λες και η αίσθηση της παρουσίας τους, θα μεταβολίσει το ψύχος σε θέρμη.
Μια θέρμη ψεύτικη μα τόσο αναγκαία.
Τα ρούχα σου ζέχνουν, το κορμί σου έχει ξεχάσει την ίδια του τη μυρωδιά.
Η δυσάρεστη οσμή σου μπλέκεται με τις μυρωδιές των γλυκών που ψήνονται στα γιορτινά περιπτεράκια.
Δυο γάντια, ξηλωμένα, κομμένα, μισά, που κάπου βρήκες, μισοκρατούν τα χέρια σου ζεστά.
Και εσύ, μισοκρατιέσαι. Μεταξύ λογικής και τρέλας. Μισοκρατιέσαι στη ζωή.
Όλα μισά. Και εσύ μισός.
Μισός από την πείνα, από τη δίψα, από την αδιαφορία.
«Ορίστε. Είναι ζεστή.»
Μια άγνωστη φωνή.
Κάποιος σου απλώνει το χέρι. Σου προσφέρει ένα πιάτο καυτή σούπα.
Αυτές τις μέρες, οι άνθρωποι σε προσέχουν λίγο παραπάνω.
Σηκώνεις το κεφάλι. Τον κοιτάς με ευγνωμοσύνη, τον ευχαριστείς.
Κρατάς το ζεστο πιάτο για λίγο μες τα χέρια σου. Το φέρνεις κοντά στο πρόσωπό σου.
Το αφήνεις κάτω.
Ανοίγεις ένα σάκο. Το σάκο που κουβαλάει μέσα του, όλα σου τα υπάρχοντα.
Βγάζεις ένα πλαστικό, μικρό μπολάκι. Το αφήνεις δίπλα στο άλλο πιάτο.
Μοιράζεις τη σούπα στα δύο.
Χώνεις το χέρι σου μέσα στο σάκο ξανά. Βγάζεις και ξεδιπλώνεις μια χαρτοπετσέτα.
Έχεις φυλάξει μια φέτα ψωμί. Την κάνεις κομματάκια. Μοιάζεις να μετράς καθώς τα ρίχνεις μέσα στα δύο πιάτα. Ένα εσύ, ένα εγώ, ένα εσύ, ένα….
Γυρνάς πίσω σου, κάτι κοιτάζεις, χαμογελάς. Δε μπορώ να διακρίνω τι.
Έχεις κάτι τυλιγμένο εκεί πίσω, βλέπω μια μικρή κουβέρτα. Το σηκώνεις, το παίρνεις αγκαλιά.
Μια υγρή μουσούδα ξεπροβάλλει μέσα από τη κουβερτούλα.
Φέρνεις το μπολάκι κοντά στα πόδια σου, ένα κουτάβι ξετρυπώνει και αρχίζει να τρώει λαίμαργα.
«Μπράβο το αγόρι μου» σε ακούω να του λες.
«Δε σου είχα πει οτι θα σου πάρω δώρο; Να λοιπόν. Καλά Χριστούγεννα κοπρίτη»
Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσεις να γκρινιάζεις;
Comments are closed