Γράφει η Γεώρα
Κοίταξε τώρα πώς ήρθαν τα πράγματα. Εγώ και εσύ χωριστά. Μακριά το σώμα. Μακριά όμως και η καρδιά; Και εκείνο το μυαλό μου, πάλι σε σένα τριγυρνά.
Κοίταξε πως εγώ και εσύ βρισκόμαστε χωριστά. Διπλό κρεβάτι, με ένα σώμα ν’αγκαλιάζει πια. Παίρνω τη σιωπή μου και της ζητάω να μου κάνει λίγη συντροφιά. Δεν ζητάω πολλά. Λίγο το γέλιο σου να θυμηθώ και εκείνο το βλέμμα σου προτού αποκοιμηθώ. Εκείνη όμως παίζει πονηρά και ξυπνά μνήμες από τη μυρωδιά.
Η δική σου η πλευρά πάντα έμοιαζε να είναι πιο γλυκιά. Τώρα φοβάμαι να την πλησιάσω. Νομίζω πως θα με κρατήσει αιχμάλωτη η ζεστασιά που άφηνε το σώμα σου, νομίζω πως θα βάλω τα κλάματα, αν προχωρήσω στη δική σου την πλευρά!
Κοίταξέ μας, δεν είπαμε όσα θα έπρεπε για να λυθούμε από του φόβου τα δεσμά. Να πορεύεσαι στο μόνος, είναι τελικά σκληρή κατάληξη, μετά από τόση τρυφερότητα, θα μπορούσα να σου πω ύστερα από χρόνια, κάποια στιγμή αν σε ξαναδω.
Και μαλώνω με τη σιωπή μου, συζητάω με την απουσία σου, ελπίζοντας πως θα απαλύνει τον πόνο του “Σε θέλω” μα “δεν σε έχω”. Και πορεύεσαι στο μόνος όπως και εγώ, γιατί δεν είχαμε το θάρρος να κοιτάξουμε κατάματα την εικόνα της παρουσίας, που μπορούν να κάνουν δυο!