Γράφει η Παρασκευή Χατζή.
Σάββατο βράδυ κι εσύ βαριέσαι να βγεις, μετέωρος ανάμεσα στο “θέλω να βγω” και στο “κι αύριο μέρα είναι”, σε ξεσηκώνουν και λίγο οι φίλοι σου και βγαίνεις με βαριά καρδιά σκεπτόμενος, άλλη μια φορά μια από τα ίδια και απόψε.
Άντε λες κανένα ποτό στα γρήγορα, δεν είμαστε για πολλά. Κι όταν εσύ κάνεις τις δηλώσεις σου, κάποιος εκεί έξω γελά ασταμάτητα. Άλλα γράφει η μοίρα για σήμερα.
Το ένα ποτό γίνεται άλλο ένα και ακόμη ένα και τα πολλά ποτά, γίνονται σφηνάκια. Και εσύ κάπου εκεί στα μισά συνειδητοποιείς πως τελικά αυτή η μέρα μάλλον θα διαφέρει από τις άλλες γιατί περνάς καλά.
Πριν φτάσουμε όμως στα μισά κάποιος σε κοίταξε, κάποιον κοίταξες. Σου χαμογέλασε, ανταπέδωσες και πριν το καταλάβεις είναι εκεί δίπλα σου και συζητάτε περί ανέμων και υδάτων κι όλα τα συναφή.
Είναι αυτή η στιγμή που δεν παρατηρείς τι γίνεται γύρω σου, ή μάλλον που δεν σε νοιάζει τι γίνεται, γιατί ο χρόνος πάγωσε εκεί στα λίγα δευτερόλεπτα της αρχής. Πολλοί σας βλέπουν τότε και παρατηρούν πως φαίνεται σαν από πάντα να ήσασταν έτσι.
Και τώρα που το ξανασκέφτεσαι και το φέρνεις στο μυαλό σου, σαν ανάμνηση και ψάχνεις τις λεπτομέρειες στον καμβά, σκέφτεσαι τι θα γινόταν τελικά αν εκείνη την ημέρα εσύ δεν έβγαινες.
Πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα τώρα που είστε μαζί και εσύ μιλάς εκ του ασφαλούς. Ίσως να προσπαθούσες ακόμη να συμφιλιωθείς με την μοναξιά σου και όλες οι μέρες να σου φαινόταν ίδιες.
Υ.Γ.: Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, αφιερωμένο φυσικά.