Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Απογοήτευση, αυτό νοιώθω αυτήν την στιγμή. Και κει που με γοήτευες με ότι έκανες, έφτασε η στιγμή που πλέον δεν νοιώθω. Δεν νοιώθω τίποτα, σου λέω. Μου σκότωσες όλα όσα αγαπούσα. Γιατί σ’ αγάπησα πολύ κι ας μην το άξιζες.
Ναι ρε δεν άξιζες την δική μου αγάπη. Προσπαθώ να μαζέψω τα συντρίμμια μου και λέω στον εαυτό μου, σώπα όλα τελείωσαν, δεν θα τον ξανά αφήσω να σε πληγώσει. Δεν θα σε ξανά πλησιάσει, δεν τον αφήνω. Ό,τι έκανε, έκανε, φτάνει πια.
Και δεν θέλω να βάλω κοσμητικά, γιατί δική μου επιλογή ήτανε. Δεν θέλω μ’ αυτόν τον τρόπο να ακυρώνω τον εαυτό μου τώρα πια, αρκετά του έκανα μέχρι τώρα. Από τούδε και στο εξής θα τον κανακέψω, γιατί αυτό του χρειάζεται.
Αρκετά ανέχτηκα, αρκετά για όλη την ζωή μου. Το πήρα το μάθημά μου κι αυτό μου αρκεί. Κι ας έμεινα με το παράπονο και μ’ όλα τα γιατί του κόσμου. Έλεγα πάντα στα παιδιά, ποτέ μην κάνετε στον άλλον αυτό που δεν θα θέλατε να σας κάνουν.
Αλήθεια θα άντεχες να σου κάνω όλα όσα μου έκανες; Λυπάμαι, αλλά ούτε τα μισά δεν θα άντεχες. Τώρα μπορείς να με ρωτήσεις γιατί τ’ ανέχτηκα. Γιατί ήμουνα πολύ καψούρα, μωρέ, γι’ αυτό. Αλλά την σκότωσες κι αυτήν.
Και μην περιμένεις από εμένα εκδίκηση. Δικαίωση θα το πω, την στιγμή που θα αντιληφθείς ότι σου λείπω. Και τότε θα καταλάβεις ότι θα ήταν καλύτερα να σ’ εκδικηθώ, να σε πονέσω, αλλά αυτά τα κάνουν οι μικρές ψυχές κι όχι η δική μου που είναι μεγάλη.
Πλέον θέλω να με περιστοιχίζουν άνθρωποι κι όχι αδύναμα ανθρωπάκια που δεν ξέρουν να αγαπάνε. Που η ψυχή τους είναι μεγαλύτερη απ’ την δική μου κι όχι μικρότερη. Ανθρώπους που σου χαμογελούν όλες τις στιγμές, παρά τα βάσανά τους.
Ανθρώπους που μέσα στην καρδιά τους έχουν αγάπη κι όχι δηλητήριο. Ανθρώπους που θα κάνουν πάντα ότι καλύτερο μπορούν. Λένε, κάνε στην ζωή σου ότι καλύτερο μπορείς. Λέω, αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς, δεν θα περιμένω για να δω τα χειρότερα