Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Στην αναμονή για να ανοίξει η πύλη του αεροδρομίου και να πετάξω επιτέλους πάνω από τα σύννεφα, έστω και με δανεικά φτερά, οι σκέψεις μου τριγυρίζουν αμέριμνες.
Κόσμος πάει κι έρχεται, έχω να δω τόσο πολύ κόσμο πολύ καιρό και κάπως μου φαίνεται περίεργο.
Αναλογίζομαι, λοιπόν, πόσα δάκρυα χαράς και λύπης να έχουν συλλέξει τα πατώματα αυτού εδώ του κτιρίου. Πόσες αγκαλιές αποχωρισμού και επανένωσης, πόσες βαθιές ανάσες ανανέωσης, άγχους και φόβου για το άγνωστο.
Πόσοι άραγε να μάζεψαν πέντε πράγματα και να έριξαν μαύρη πέτρα πίσω και πόσο εύκολο μπορεί να ήταν αυτο;
Κόσμος πάει κι έρχεται και εγώ παραμένω αφηρημένη.
Βλέπω αεροπλάνα να προσγειώνονται και σκέφτομαι τις απότομες προσγειώσεις της ζωής μου, εκείνες που με έριξαν απότομα στο έδαφος αφήνοντάς με πολλές φορές ανήμπορη να αντιδράσω ή να σηκωθώ την ίδια στιγμή.
Ένα αεροπλάνο απογειώνεται και αυτόματα εκείνο το υπέροχο σφίξιμο στο στομάχι την ώρα της απογείωσης με επισκέπτεται κι ας μην έχω μπει στο αεροπλάνο.
Ίσως η αίσθηση αυτή, να είναι εκείνη της απελευθέρωσης, νοητής ή μη. Ίσως να σηματοδοτεί την αλλαγή, την ανανέωση την ελευθερία σε κάθε της μορφή.
Σκόρπιες οι σκέψεις και αγνοώ την πύλη μου που άνοιξε.
Έχω ακόμα λίγο χρόνο να ονειροπολήσω, να χαθώ στις σκέψεις μου, ας μπω τελευταία, να απολαύσω κάθε μικρή ανάσα τούτης της στιγμής.