Γράφει ο Τριστάνος
Ακόμα δεν είχα γράψει για σένα.
Δεν άντεχα να ακουμπήσω τη μορφή σου στο χαρτί και να μην μπορώ να σε αγκαλιάσω. Να μην μπορώ να σε ακούσω, να σε μυρίσω, να μην μπορώ να σου φωνάξω “σ’ αγαπώ”.
Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να καταλάβει τι γράφω;
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι έβγαλα την ψυχή μου και στην χάρισα; Έτσι…τόσο απλά όπως δίνεις τα “πάντα σου”, σε αυτήν που λατρεύεις.
Ποιος θα μπορούσε να δεχθεί, ότι έγινες ο θεός μου, σε έναν κόσμο που θεωρούμαι αιρετικός επειδή σε αγαπώ;
Ότι κοιμάμαι και ξυπνάω με το όνομα σου και άγιο δισκοπότηρο το έχω τοποθετήσει, στο υψηλότερο βάθρο της ζωής μου.
Ότι σταμάτησες το χρόνο για μένα. Με μια ματιά, με ένα χαμόγελο, με ένα φιλί, με ένα άγγιγμα. Έμεινα να χάσκω ανήμπορος να κουνηθώ, σε ένα μεταίχμιο στο πριν και στο μετά. Σε μία δίνη που με παρέσυρε και αποφάσισε να μην με αφήσει να προχωρήσω ξανά.
Πόσοι μπορούν να καταλάβουν – χωρίς να γελάσουν – ότι δεν ήσουν απλά μια ερωτική ιστορία, αλλά η ιστορία της ζωής μου.
Δεν μπορούσα να γράψω για σένα αγάπη μου, επειδή θα τρόμαζαν οι άνθρωποι από την δύναμη του έρωτα μας. Διότι δεν έχουν μάθει να δίνουν τα “πάντα” για αυτό που αγαπούν. Θέλουν να κρατούν τις άμυνες, που θα τους βγάλουν υγιείς από μια τέτοια κατάσταση.
Μα δεν ήθελα να βγω υγιής εγώ. Εγώ είμαι άρρωστος για σένα, είμαι τρελός για σένα και δεν με ενδιαφέρει να κρατήσω τίποτα που να μην στο δώσω.
Δεν ήθελα να γράψω ρε για σένα, γιατί δεν θα μπορούσα να τα διαβάσω μετά… Θα λύσσαγα σαν τρελό σκυλί για να σε βρω. Σαν ναρκομανής για να πάρω τη δόση μου, θα χτυπιόμουν στα πεζοδρόμια, μέχρι λίγα υποκατάστατα να μου φέρουνε από σένα.
Δεν θα ήταν τίμιο να γράψω για σένα, διότι θα φοβόντουσαν όλοι εκείνοι που βολεύονται σε χλιαρά και ξαναζεσταμένα “φαγητά”, προκειμένου να μην χαλάσουν την εικόνα τους προς την κοινωνία. Και προτιμούν να καταπνίγουν τα “θέλω” τους και τα πάθη τους, σκεπασμένοι με κρύα σεντόνια, που είναι το σάβανο τους και δεν το έχουν καταλάβει ακόμα.
Δεν ήθελα να γράψω για κείνα τα βράδια που άλλαξαν τη ζωή μας. Όταν γίναμε αδίστακτα αγρίμια, που τρεφόντουσαν ο ένας από την ψυχή του άλλου.
Για τους τοίχους, που ντράπηκαν από αυτά που άκουγαν και χτίσαμε άλλους – ψηλότερους – για να μην μας ακούει κανείς.
Για τα “σ’ αγαπώ” που χαράχθηκαν με τους χυμούς του έρωτα μας στα κορμιά και σαν φυλακτό τα κλείσαμε, για πάντα βαθιά μέσα στη σκέψη μας.
Για τα δάκρυα του χωρισμού, που έσκισαν τις καρδιές σαν σπαθιά ανελέητα και το αίμα ποτάμι, έπνιξε τα όνειρα μας.
Με μισώ που σε έκανα να με αγαπήσεις, σε μισώ που με έκανες να σε λατρέψω.
Κανείς δεν θα είχε μάθει για μας. Για τα ονόματα μας, για την αγάπη μας, για το θάνατο μας.
Όμως θα ήταν σα να μην υπήρξαμε ποτέ.
Όχι αγάπη μου…υπήρξαμε!
Και θα ήταν άδικο για το όνομα της αγάπης, να μην γράψω για μας.
Εύχομαι ποτέ σου να μην το δεις…
Διότι δεν θα μπορέσεις να το αντέξεις!