Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Σούρουπο σε ένα μέρος ξεχασμένο από τον κόσμο όλο, τα στενά δρομάκια ξεκίνησαν να μυρίζουν γιασεμί και νυχτολούλουδο. Εκείνη περπατάει σαν αερικό, μοιάζει σαν εκείνες οι μυρωδιές να αναβλύζουν από πάνω της.
Πυρόξανθες μπούκλες πιασμένες άγαρμπα σε έναν κότσο, μια ζακέτα τρία νούμερα μεγαλύτερη, κολάν και αθλητικά.
Βγήκε για βόλτα την αγαπημένη της ώρα, εκείνη που ο ήλιος δύει και ο ουρανός παίρνει το χρώμα των μαλλιών της και η θάλασσα σχεδόν πάντα σε εκείνο το μέρος, εκείνη την ώρα είναι σαν γιαούρτι.
Κρατάει ένα σημειωματάριο, ένα στυλό και μια παλιά φωτογραφική μηχανή. Κόβει ένα μικρό ανθάκι από γιασεμί και το στερεώνει απαλά στα μαλλιά της.
Τα βήματα της την βγάζουν στο ακρογιάλι και το ανεπαίσθητο κυματάκι κάνει τα βότσαλα να κουνιούνται ρυθμικά.
Κοιτάει το πέλαγος κι αναλογίζεται, έχοντας στο στόμα της τούτο το χιλιοδαγκωμένο στυλό, τι να είναι άραγε η χαρά.
Κύματα η χαρά, γράφει στο σημειωματάριο της, έρχεται και φεύγει, σκάει στα βότσαλα δυνατά, ξορκίζει δακρυσμένα μάτια και παγωμένα μαξιλάρια. Τα μάτια της επικεντρώνονται και πάλι στο βαθύ γαλάζιο και αναστενάζει σαν ένα βάρος να έφυγε από πάνω της.
Η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά και εκείνη σηκώνει την κουκούλα της και τυλίγεται ολόκληρη μέσα σε εκείνη την ζακέτα που μυρίζει ακόμα κάτι από εκείνον.
Πιάνει το σημειωματάριο της και ακολουθεί το ακρογιάλι. Ένα αεράκι φυσάει και τα πάντα γύρω της πλημμυρίζουν γιασεμί και νυχτολούλουδο, τραβάει μια φωτογραφία και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής.