Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Πάντα σε ένιωθα όταν κάτι δεν πήγαινε καλά. Πάντα μιλούσαμε τυχαία όταν δεν ήμασταν καλά.
Και πάντα αναρωτιόμασταν πώς συμβαίνει αυτό.
Αυτές τις μέρες φοβάμαι. Σε νιώθω και φοβάμαι.
Σ’ ακούω να μιλάς από υποχρέωση. Σ’ ακούω να λες τα βασικά.
Τι σου συμβαίνει μάτια μου; Γιατί κλείνεσαι; Γιατί δεν μου μιλάς;
Εγώ δεν είμαι εδώ πάντα για να μου τα λες όλα;
Σε νιώθω, κουράστηκες.
Εγώ δεν είμαι όμως εδώ για να σε ξεκουράζω;
Εγώ είμαι εδώ, ακόμα κι αν δεν μπορώ να λύσω τα προβλήματά σου, είμαι εδώ για να σ’ακούσω. Πάντα σε άκουγα…
Με πετάς κι εμένα έξω. Και χάνομαι.
Θέλω να σε βοηθήσω. Θέλω να σε κάνω να χαμογελάσεις, μα δεν ξέρω πια τον τρόπο.
Θέλω να σε αρπάξω και να σε βγάλω από αυτό το σκοτάδι. Για να δεις πως μέσα σου έχεις φως. Πολύ φως!
Έχεις εκείνο το φως που είχες παιδί.
Εκείνο το φως που έφεγγε από τα μάτια σου, απ’ το χαμόγελο σου.
Εκείνο το φως που ερωτεύτηκα.
Εκείνο το φως που αγάπησα.
Μην το κρύβεις. Μη χάνεσαι.
Κοίτα!
Σου απλώνω το χέρι.
Έλα στην αγκαλιά μου, να ψάξουμε μαζί το φως που έχεις τόσο καλά κρύψει μέσα σου.
Εγώ το βλέπω!
Πρέπει να το δεις κι εσύ!