Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Απόψε ύπνο δεν είχα.
Απόψε είπα να κάτσω να μαζέψω κάτι αδέσποτες λέξεις, κάτι λέξεις που ξεφύγαν από στόματα και αφέθηκαν στην μοίρα τους, σαν ορφανά παιδάκια.
Καθόλου εύκολο δεν ήταν!
Ξέρεις… οι λέξεις δεν μπαίνουν σε κλουβιά, ούτε τις φυλακίζεις.
Οι λέξεις έχουν μέσα τους ψυχή, γιατί ξέρουν τι σημαίνουν.
Και αντάμωσα με ένα “γεια” και του είπα έλα κοντά μου, θα σε προσέχω του είπα και δεν θα σε σκορπάω.
Και βρήκα μια “καλημέρα” μοναχή, τρέξε της είπα ως τα πέρατα του κόσμου. γιατί είσαι λέξη του Θεού και πρέπει να σκορπιέσαι.
Μια “καληνύχτα” κόλλησα και της είπα μη φοβάσαι, τα σκοτάδια που έχεις δει ήταν για το κάλο σου.
Την λέξη “αγκαλιά” την είδα βουρκωμένη, την πήρα και την χάιδεψα, της μάζεψα το δάκρυ.
Με το “μαζί” τρακάραμε, που ήταν αλαφιασμένο, σε πούλησαν καημένο μου, σε είδαν και τρόμαξαν.
Σε μια πλατεία κόλλησα με μια μικρή “συγνώμη”, που έψαχνε κάπου να κρυφτεί γιατί ήταν ντροπιασμένη.
Και σε ένα δρομάκι σκοτεινό συνάντησα ένα “για πάντα”, που κοίταζε μια θάλασσα και κάτι καρτερούσε.
Στην λέξη “ελπίδα” σκόνταψα, την πήρα από το χέρι και σιγανά ψιθύρισα… εγώ σε έχω πιστέψει!
Με το “όνειρο” ξεβράστηκα σε μια άδεια παραλία και του άναψα μια φωτιά να κάτσει να στεγνώσει.
Και με την “πίστη” μάλωσα, γιατί έμοιαζε χαμένη.
Βρήκα κι ένα “αύριο” ορφανό, που έτρεμε απ΄ το κρύο, το πήρα και το ζέστανα, του ΄πα περίμενε με!
Και έπεσα πάνω σε ένα “σ’ αγαπώ”, που ακόμη αιμορραγούσε, το πήρα και το σκούπισα να κλείσουν οι πληγές του.
Και σταύρωσα σε μια γωνιά με έναν αλήτη “έρωτα”, που του ‘βγαινε η ψυχή του, στην πλάτη είχε μαχαιριά, στο στήθος του μια σφαίρα, έρωτα του αποκρίθηκα, εσύ πρέπει να ζήσεις!
Δεν τις σέβεστε τις λέξεις ρε γαμώτο, τις σκορπάτε ανεξέλεγκτα, τις κακοποιείτε βάναυσα και τις βρομίζετε.
Εγώ όμως, που καθόλου δεν σας μοιάζω.
Εγώ, που είμαι απ΄ άλλο υλικό, τις λέξεις τις τιμάω, γιατί έχουν μέσα τους ψυχή και ξέρω τι σημαίνουν.