Γράφει η Κατερίνα Μίσσια.
“Μια φωτογραφία θολή, δυο σκιές που αγαπήθηκαν πολύ.”
Δεν είχαμε ποτέ μία δική μας φωτογραφία, και όμως πόσα πράγματα μείνανε ζωντανά. Μέσα στο μυαλό, μέσα στην ψυχή, μέσα μας. Εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα, χαραγμένα βαθιά μέσα στις ψυχές μας.
Σε έψαχνα παντού. Έβλεπα φωτογραφίες σου παλιές, άλλες πιο καινούργιες.
Πάντα κάπου σε έβρισκα.
Είδα τις στιγμές σου, τους έρωτές σου, είδα άλλα μάτια να κοιτάζεις, όπως κοιτάζες εμένα. Είδα τα γλέντια σου, είδα τις χαρές σου, είδα το χαμόγελό σου. Κοιτούσα κρυφά την ίδια σου τη ζωή.
Τις κοιτούσα κι άλλες φορές εμένα σιωπηλή, κι άλλες σου μιλούσα. Σου έλεγα τα δικά μου νέα, τις δικές μου χαρές, τους δικούς μου πόνους. Κι ήταν σαν να μου απαντάς, σαν να σε άκουγα να μου λες «Κάνε κουράγιο αγάπη μου, πιστεύω σε σένα, είμαι εδώ για σένα».
Ήρθαν όμως και κάτι στιγμές που ούρλιαζα από απόγνωση κι εσύ; Εσύ δε μου απαντούσες ποτέ! Δεν με κοίταζες καν. Συνέχιζες να απολαμβάνεις τη στιγμή σου. Συνέχιζες να ζεις χωρίς εμένα, μακριά από μένα, στην παγωμένη στιγμή της φωτογραφίας.
Πώς μια τέτοια αγάπη σαν τη δική μας, δεν έχει απαθανατιστεί ποτέ; Πώς είναι δυνατόν να μην είχαμε κι εμείς μία παγωμένη στιγμή; Να με κοιτάζεις και εγώ να κοιτάζω εσένα;
Και ξαφνικά, χωρίς κανείς να το περιμένει, Μετά από χρόνια, χωρίς να το προσπαθήσουμε καν, να.. Μια στιγμή μας, μια απλή στιγμή, μπήκε κι αυτή στο ντουλάπι των παγωμένων εικόνων.
Μια πρόχειρη, μια θολή φωτογραφία, δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ. Δυο ψυχές που κοίταξαν ξαφνικά σε ένα φακό και σαν από θαύμα, μπορούμε να μας δούμε μέσα σε αυτό.
Δεν βλέπω, δεν μπορώ να δω. Τρέμω στην εικόνα προσπαθώντας να παρατηρήσω τα πρόσωπα μας, μέσα στην θολούρα της αυθόρμητης στιγμής.
Και όπως είπε η ψυχή που πάτησε το κλικ..
Η χαρά σας, φαίνεται σε κάθε σας κύτταρο. Σαν μικρά παιδιά που έννοιες δεν έχουν.. Σαν δυο ψυχές που είναι ένα και γλύκα τρέχει απ’τα μάτια σας.
Ίσως και να το χρωστούσαμε στην μοναδική μας φωτογραφία.. Ίσως να μας το χρωστούσε η.. στιγμή.