Γράφει ο Γιάννης Βογιακέλης
Έρωτά μου,
σήμερα σου γράφω από καρδιάς.
Μιας καρδιάς γελασμένης.
Νόμιζε πως είχε συντροφιά στο συναίσθημα αλλά της είπες ξεκάθαρα πως όχι, έκανε λάθος.
Κι έτσι είναι μόνη τώρα κι έχει την μοναξιά στα χέρια της, σαν πλαστελίνη.
Προσπαθεί να της δώσει σχήμα, να την κάνει να μοιάζει με κάτι άλλο μα χωρίς αποτέλεσμα.
Ό,τι σχήμα κι αν της δίνει, αυτό διαλύεται αμέσως κι απογοητεύεται και νιώθει άχρηστη κι ηλίθια που δεν κάνει τίποτα σωστά και που παρεξήγησε ίσως τις προθέσεις σου.
«Μην νιώθεις άσχημα», της λέει το μυαλό.
«Δεν τα φαντάστηκες, τα είδες τα σημάδια και τις προθέσεις. Εκεί ήμουν κι εγώ.
Κάθε μέρα, όλη μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, από την καλημέρα στην καληνύχτα.
Όχι χαρά μου, δεν την έχεις τέτοια επικοινωνία με τους φίλους σου.
Δεν ψάχνεις δικαιολογία να ξεκινήσεις κουβέντα με έναν φίλο, δεν χρειάζεται, ούτε και χρειάζεται να προσέχεις τα λόγια σου ή να του λες πού είσαι και τι κάνεις χωρίς λόγο ή να δίνεις άλλα σημεία ζωής όταν δεν μπορείς να μιλήσεις με λόγια, γιατί ένας φίλος δεν περιμένει την επικοινωνία σου ανελλιπώς.
Ένας φίλος, δεν σημειώνει τις απουσίες σου εμμονικά αλλά και να το κάνει, δεν καίγεσαι κιόλας αν τις χρεωθείς ή όχι.
Κι εσύ χαρά μου, δεν άφησες περιθώρια φιλίας, ήσουν ξεκάθαρη και συνέχισε, αφού εκδήλωσες και τόνισες το ενδιαφέρον σου, να σε θέλει στην καθημερινότητά της με τον ίδιο τρόπο.
Όχι χαρά μου, δεν το κάνεις αυτό αν δεν ενδιαφέρεσαι…», είπε το μυαλό.
«Κι εγώ γιατί νιώθω ηλίθια;», ρώτησε η καρδιά.
«Γιατί πονάω;
Γιατί με έκανε να μην αντέχω άλλο;
Γιατί νιώθω ότι με θέλει αλλά λέει το αντίθετο;
Γιατί να θέλει να με κάνει να αισθάνομαι πως ο χρόνος που μου διαθέτει και η προσοχή, είναι δανεικά και κτήμα άλλου αν δεν ισχύει;», παραπονέθηκε η καρδιά πετώντας την πλαστελίνη της κάτω.
«Χαρά μου, δεν ξέρω», αποκρίθηκε το μυαλό.
«Μπορεί να άλλαξε γνώμη, μπορεί να είναι αναποφάσιστη, μπορεί να φοβάται, μπορεί να κάνουμε λάθος και οι δύο…
Κανείς μας δεν είναι σε θέση να ξέρει με απόλυτη σιγουριά τι συζητούν το δικό της μυαλό με την καρδιά της.
Αυτό με το οποίο μένουμε ως εντύπωση όμως είναι πως άλλα λέει, άλλα νιώθει, άλλα κάνει κι άλλα θέλει.», της είπε το μυαλό παίρνοντάς την μια παρηγορητική αγκαλιά.
Έτσι, υποχώρησε η καρδιά και με ένα αμείωτο παράπονο, συνειδητοποίησε πως δεν έχει σημασία καμιά το πώς νιώθει.
Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Παραγκωνίζει το μυαλό ευγενικά, σκύβει και σηκώνει από το πάτωμα την πλαστελίνη της, εκείνη την μπλε, της μοναξιάς.
Φτιάχνει το πρόσωπό σου και γίνεται λιμνούλα.
Φτιάχνει το όνομά σου και γίνεται γραμμή.
Και με νεκρά μάτια, τα φτιάχνει ξανά και ξανά και ξανά.
Με ειλικρίνεια,
Ένας περαστικός.