Γράφει ο Τάσος Ζαννής
Βρέθηκαν ξαφνικά.
Μια μέρα απλή, συνηθισμένη.
Ρουτίνα και πάλι.
Ξένοι και οι δύο.
Σε ένα δωμάτιο με ποτό και μουσική.
Μες το χάος της Αθήνας.
Ούτε ονόματα δεν αντάλλαξαν.
Οι ματιές τους, όμως, συναντήθηκαν
από τη μία άκρη στην άλλη
μέσα στους καπνούς και τα neon lights.
Εκείνος δεν έκανε βήμα.
Την κοιτούσε από μακριά.
Την κόζαρε.
Το διχτυωτό της φόρεμα.
Το κατακόκκινο κραγιόν.
Τις κινήσεις της.
Τον τρόπο που γελούσε.
Τα μάτια της που κοιτούσαν εδώ και εκεί.
Και στο τέλος γύριζαν στα δικά του.
Εκείνη, περίμενε.
Είχε κουραστεί να κάνει πάντα το πρώτο βήμα.
Το άφησε πάνω του.
Απλά κοιτούσε.
Εκείνος, σιωπηλός.
Σε μια γωνιά.
Εκ πρώτης όψεως, φαινόταν μαλακός.
Αν τον παρατηρούσες, όμως, είχε κάτι το μυστηριώδες.
Δεν μιλούσε.
Δεν εκφραζόταν.
Σχεδόν ακίνητος.
Αλλά τα μάτια του, την είχαν καρφώσει στην άκρη του δωματίου.
Προσπαθούσε να ακούσει τη φωνή της.
Ίσως και το όνομα της από τους γύρω.
Άλλοτε κρυφά την παρατηρούσε να περιφέρεται στον χώρο.
Δεν ήταν από τους παρορμητικούς ανθρώπους.
Αυτό της άρεσε πάνω του.
Ζύγιζε καταστάσεις.
Έκοβε κινήσεις και συμπεριφορές.
Και έπειτα ανοιγόταν.
Αλλά στην αρχή μόνο κοιτούσε.
Πάντα από μακριά.
Και πέρασαν οι ώρες.
Πέρασαν και οι ματιές.
Και κουβέντες δεν αντάλλαξαν.
Ένα “Γεια σου” μονάχα.
Όχι από τα απλά.
Από αυτά με νόημα.
Και ήρθε η στιγμή να φύγουν.
Και αποχαιρετισμός δεν έγινε.
Και αναρωτιόταν.
Άραγε τι θα γίνει τώρα;
Θα ξαναβρεθούν;
Θα την ψάξει;
Ή ήταν τελικά από αυτούς τους μικρούς έρωτες
που θα μπορούσαν να κρατήσουν μια ζωή
αλλά συνθλίβονται από τις συνθήκες;
Ίσως να μη μάθουν
[ ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί ]