Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Μια βαθιά ανάσα και τα φώτα σβήσανε. Κάθισε απέναντι μου όπως τότε. Λίγο χρόνο ακόμα ζωή. Έχει τόσα πολλά ο άνθρωπος να θυμάται.
Ποια εικόνα να επιλέξει το σώμα; Ποιος να καταλάβει και γιατί; Είναι σα να κλαίει ετούτη η απουσία. Δε χρειάζεται να εξηγήσει κανείς όταν η ανάγκη επιλέγει.
Όταν η ψυχή σωπαίνει τρομάζοντας τη λύση, σιωπή.
Φοβάται ο άνθρωπος να νιώθει και αλλάζει, ξέμαθε στο συναίσθημα και τρέχει.
«Τώρα τι ζητάς σα να είσαι εδώ;»
«Συνηθίζω μακριά σου και δε θέλω.»
«Σκούπισε τα δάκρυα σου , δεν έχει μείνει κάτι.»
«Θα γεννάω αυτό το κάτι ξανά και ξανά για να υπάρχει πάντα γυρισμός.»
Μα και το μαζί σα χώρια φάνταζε. Μάλλον το «πολύ» αγχώνει και χαλάει. Ίσως πάλι το «λίγο», το νομίσαμε «πολύ».
Μια βαθιά ανάσα και φεύγω. Το πρέπει σκότωσε το θέλω. Δεν έχω χρόνο να χάσω. Μα και το μακριά σα χάσιμο γεύση δίνει. Πόση αλήθεια σε αυτό το «χώρια». Πόσο χωριστά μαζί! Σαν εκείνο το όνειρο που έβλεπα από παιδί και τις νύχτες μου ξυπνούσα.
Πόσο πόνο ζητάει ακόμα η ψυχή για να μάθει; Τα χρόνια μου περάσαν και άργησα. Τα λάθη, σου μαθαίνουν έλεγαν και με μανία πλήγωνα ό,τι σωστό συνάντησα.
Στο χωριστά μαθαίνει ο άνθρωπος.
«Λίγο ακόμα;»
«Γεύτηκα το λίγο στο μαζί και δε το επιλέγω.»
Μάθαμε να αποφεύγουμε την μοναξιά του χώρια. Πόσο σακάτεμα η συνήθεια.
Κάποια «μαζί» τι κρύβουν;
Προγραμματισμένοι πάντα να μουτζουρώνουμε το ιδανικό. Μη μου δίνεις άλλο χρώμα.
Σα να μη δέχεται η ματαιοδοξία μας αυτό το αίσθημα, το απόλυτο. Φοβάμαι και πληγώνω. Πληγώνω για να γίνομαι και όταν γίνομαι αλλάζω. Αλλάζω και χωρίς να θέλω χάνω και όταν χάνω αυτό που φοβόμουν αναζητώ. Παράλογος αυτό ο φόβος που τόσα χρόνια με κοιτάζει.
Δε μπόρεσα να του ξεφύγω, δε θέλησα, δε προσπάθησα. Μα τι με κοιτάζεις και εσύ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Δεν ήσουν, δεν ήμουν . Έστω για τώρα. Έστω για πάντα. Πάλι από την αρχή. Πάλι από το μηδέν.
Μα αυτή τη φορά σωστά να γίνει. Έπαιξα και έχασα, ίσως και επίτηδες να διάλεξα αυτό να χάσω. Ίσως να αποζητώ την γνώση που δίνει το τίποτα ή το πάλι απ’την αρχή.
Κρύφτηκα κι εγώ με την μάζα της εποχής που πληγώνει αυτό που δε μπορεί να εξηγήσει. Ίσως πάλι να είδες σε εμένα εσένα και τρόμαξες. Περάσανε τα βράδια. Βιαστικές αντιδράσεις που ντροπιάζουν. Γράφω και σβήνω διαρκώς, τι προσπαθώ να πετύχω.
Τι έχει μείνει; Τι θέλω να μείνει; Σου θυμίζω κάτι ή ο εγωισμός το πρόσωπο γέρασε; Πάρε μια βαθιά ανάσα μαζί μου αφού θα σε χάσω όταν τα μάτια ανοίξω. Μια βαθιά ανάσα όπως τα καλοκαίρια που δε πρόλαβαν, ίσως και τα άλλα που τους κλείσαμε το στόμα.
Σαν εκείνα τα μεσημέρια που δε κοιτάξαμε ή τις ζωές που δε ήταν για να γίνουν.
Μισεί ο άνθρωπος το χωριστά, μα το μαζί πληγώνει.
«Χωριστά μαζί;
«Πάντα έτσι ήταν.»
Join the discussion